Διανύοντας την πιο δυσχερή για την Ελλάδα οικονομική περίοδο μετά τη Μεταπολίτευση επικρατεί γενικευμένος σκεπτικισμός σε ό,τι αφορά τον ρόλο και τη δράση παραδοσιακών θεσμών και δομών της ελληνικής κοινωνίας. Η κρίση και η κριτική δεν αφήνουν στο απυρόβλητο την Εκκλησία, την κοινωνική, φιλανθρωπική και δημόσια παρουσία των κληρικών και της Ιεραρχίας, αλλά και εκείνα που πιθανώς καλείται να αναλάβει εκ νέου ως έσχατο, αλλά ουσιώδες, πνευματικό καταφύγιο του πληρώματός της. Διαθέτει όμως ακόμη η Εκκλησία την έξωθεν καλή μαρτυρία, όταν τα τελευταία χρόνια το εσωτερικό της ταλανίστηκε από σειρά σκανδάλων με έντονη την οσμή ενός διόλου πνευματικού συγχρωτισμού με την κεντρική πολιτική εξουσία και όταν, παρά την τεράστια, κυρίως ακίνητη, περιουσία που ανήκει σε αυτήν, το φιλανθρωπικό έργο κρίνεται, από πολλές πλευρές, περιορισμένης έκτασης και μηδαμινής ανακούφισης, ειδικά σε ομάδες κοινωνικά αποκλεισμένων, όπως είναι οι μακροχρόνια άνεργοι και οι μετανάστες; Υπό το παραπάνω πρίσμα, η Εκκλησία φαντάζει περισσότερο απούσα και με τάσεις αναχωρητισμού από το ζέον, κοινωνικό γίγνεσθαι παρά παρούσα και πολλαπλώς δραστήρια. Ο πνευματικός της ρόλος, πάντως, δεν παύει να προσφέρει την ελπίδα υπέρβασης του ατομικού και να σηματοδοτεί, για τους ιερείς και το θρησκευόμενο πλήρωμα, τον φάρο της αποστολής της: τη συνειδητοποίηση της ανεκτίμητης αξίας του ανθρώπου και την εκπλήρωση μιας ζωής ποιοτικότερης και πνευματικά αρτιότερης.