Πόσο, αλήθεια, ανεξάρτητο είναι το κοινωνικό άτομο; Σε ποιον βαθμό οι επιλογές του προς μια συμβίωση ενέχουν βαθμούς υποτέλειας; Σε τι επίπεδο ένα κοινωνικό συμβόλαιο περιγράφει ικανοποιητικά τους κανόνες υποτέλειας που συντονίζουν τις ενέργειές μας, ώστε τελικά να μη θεωρούνται άχθος της ατομικής ανεξαρτησίας; Βασικά ερωτήματα που επανήλθαν με αφορμή το μνημόνιο. Μήπως όμως χαρακτηρίζουν μια υποσυνείδητη προσπάθειά μας να αποφύγουμε να γυρίσουμε σελίδα στη μεταπολεμική μας ιστορία;

Τελικά ζούμε μια περίοδο υποτέλειας όπου καταργείται η ανεξαρτησία μας ως οργανωμένης κοινωνίας ή αντίθετα διανύουμε περίοδο που σκιαγραφείται μια μοναδική ευκαιρία ανάδειξης, κατανόησης και τελικά αποδοχής του βαθμού κοινωνικής συνείδησης που θα χαρακτηρίζει το μέλλον μας ως ευρωπαίων πολιτών;

Η κοινωνική διάσταση του μνημονίου αποτελεί για τον οικονομολόγο έναν μηχανισμό ευαισθητοποίησης ομάδας ατόμων ως προς το κόστος που οι ενέργειές τους δημιουργούν στους υπόλοιπους. Η κοινωνική συμβίωση διευκολύνει στη δημιουργία αγαθών. Ορισμένα ανήκουν σε κάποιους. Ορισμένα, όπως για παράδειγμα η αξιοπιστία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, ανήκουν σε όλους. Η ελευθερία ενός τμήματος του συνόλου να την υποβιβάζει δεν μπορεί συστηματικά να αποτελεί βάρος για τους υπόλοιπους. Στον βαθμό λοιπόν που η αξιοπιστία του ευρώ αφορά όλους και επηρεάζεται από όλους, επιβάλλεται κοινωνικά να αναγνωρίσουμε ότι ως προς το σύνολο είμαστε όλοι τόσο υποτελείς όσο και ανεξάρτητοι. Οσο λοιπόν συμμετέχουμε σε μηχανισμό κοινού νομίσματος τόσο οι επιλογές για τη στήριξη της αξιοπιστίας του είναι συλλογικές και όχι εθνικές. Οι κανόνες του μνημονίου αποτελούν για την υπεύθυνη Πολιτεία απαραίτητο στοιχείο για την επίτευξη του κοινού στόχου, που δεν είναι άλλος από την αξιοπιστία της οικονομικής συνοχής.

Γιατί όμως, αν και προφανές, αποφεύγουμε να γυρίσουμε σελίδα; Υπάρχουν στοιχεία που ανατρέπουν τον φοβισμό που γεννά το μνημόνιο; Κατά τη γνώμη μας, ναι.

Οι επιταγές της τρόικας και οι αυστηροί έλεγχοι των ελεγκτών της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ (φωτογραφία) δίνουν την εντύπωση ότι η οικονομική πολιτική της χώρας χαράσσεται εκτός Ελλάδας

Πρώτον διότι το μνημόνιο δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης με στόχο την εθνική συμβολή στη σταθεροποίηση της οικονομίας μας μετά την παγκόσμια κρίση, στο πλαίσιο της ανάγκης διατήρησης της ευρωπαϊκής συνοχής. Είμαστε στην ΕΕ, οφείλουμε να συμβάλλουμε στη συνοχή της. Αρα, στον βαθμό που μας αναλογεί, στηρίζουμε την αξιοπιστία του κοινού χρηματοπιστωτικού συστήματος με όσα μέτρα περιγράφονται στο μνημόνιο κατά την κρίση της κυβέρνησης. Οι κυβερνήσεις εκλέγονται για να «μας» υπηρετούν όχι σε ατομικό αλλά σε εθνικό επίπεδο, που άμεσα όμως πλέον συναρτάται με το ευρωπαϊκό.

Δεύτερον διότι το μνημόνιο αποτελεί μια αξιόπιστη δέσμευση. Το συντηρητικό παρελθόν της χώρας σε κοινωνικές αλλαγές και η κακή της φήμη ως αποτέλεσμα της συντήρησης ωθεί τους εταίρους μας να καλυφθούν αναπτύσσοντας μηχανισμούς αυξημένης προστασίας τους από την εθνική μας αναξιοπιστία. Παράδειγμα, η ανά τρίμηνο αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από την τρόικα, μια τυπική διαδικασία ώστε να αποφευχθούν οι παρενέργειες από δεσμεύσεις που δεν υλοποιούνται. Ενας αμοιβαία αποδεκτός μηχανισμός αυξημένης προστασίας των μερών, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, ελεγκτικών μηχανισμών, καθώς και αμοιβαία αποδεκτών μηχανισμών διευθέτησης διαφορών (π.χ. καθυστέρηση εκταμίευσης των δόσεων), αποτελεί επιπρόσθετη και γνωστή διαδικασία για πλήθος διεθνών συμβάσεων. Για το ότι συνήθως άλλα λέμε και άλλα κάνουμε εφόσον αφορά και τους άλλους είναι λογικό μέσω του μνημονίου να μας δεσμεύσουν.

Το μνημόνιο όμως έρχεται να προστατεύσει την κοινωνία μας και μαζί με αυτήν τις μελλοντικές γενεές. Την προστατεύει από μια πρακτική που θέλει όταν μια κυβερνητική επιλογή οδηγεί σε αρνητικό ειδικό- τοπικό αποτέλεσμα να επιδιώκουμε να την ανατρέψουμε προφασιζόμενοι ότι έχουμε να κάνουμε με «άδικη» πρόταση, αγνοώντας τις ευρωπαϊκές της συνέπειες. Τώρα το μνημόνιο εισάγει στη χώρα έναν πολύτιμο μηχανισμό συρρίκνωσης του «πολιτικού κόστους». Αποτελεί λοιπόν μοναδική ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της κοινωνικής μας συνοχής μέσα σ΄ ένα ανώτερο πλαίσιο, εκείνο της ΕΕ. Αντίδραση σε αυτές τις διεργασίες αποτελούν η καθημερινή σύγκρουση και η αντιπαλότητα των κοινωνικών ομάδων με σκοπό η συζήτηση να επανέλθει στο «πολιτικό κόστος». Κάτι που ο μηχανισμός του μνημονίου περιορίζει δραστικά.

Δεν γνωρίζουμε πού θα καταλήξει η τόσο ενδιαφέρουσα διαδικασία κοινωνικής ενηλικίωσης. Καθημερινά όμως προβληματίζομαι από τη φράση που μου είπε πρόσφατα αθηναίος ταξιτζής: «Κύριέ μου, να εύχεστε να μη φύγει ποτέ το ΔΝΤ από την Ελλάδα. Αλλιώς οι κυβερνήσεις θα κάνουν τα ίδια με πριν, και όλες οι θυσίες θα πάνε χαμένες!». Αν και ειλικρινές, καθόλου αισιόδοξο.

Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Νέας Οικονομίας.