Το ΠαΣοΚ κληρονόμησε τα προβλήματα που δημιούργησε η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά έρχεται αντιμέτωπο και με το στρεβλό κρατικίστικο, πελατειακό και εσωστρεφές μοντέλο, στα θεμέλια του οποίου κτίστηκαν το κράτος και η κοινωνία. Μια επιδερμική ανάγνωση των σημερινών οικονομικών προκλήσεων επιχειρεί να τις αναγάγει αποκλειστικά στις απαιτήσεις της τρόικας. Αυτή η ανάλυση πέφτει θύμα μιας μονομερούς απολιτικής τεχνοκρατικής ανάγνωσης του προβλήματος. Η τεχνοκρατική προσέγγιση αδυνατεί να αντιμετωπίσει την κρίση στις πολύπλευρες διαστάσεις της αν δεν συμπληρωθεί με μια πολιτική προσέγγιση που θα αναδεικνύει την υπεράσπιση του συλλογικού αγαθού.

Η πολιτική αυτή προσέγγιση πρέπει να υπερβαίνει τις δημοσιονομικές απαιτήσεις του μνημονίου και να προτείνει μια συνολική αναδιάρθρωση της χώρας. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι μόνο να αλλάξουμε το εγχώριο πολιτικό σύστημα αλλά και να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης. Για να βγούμε λοιπόν από την κρίση πρέπει να υπάρξουν αλληλοσυμπληρούμενες αλλαγές σε τέσσερα επίπεδα.

Πρώτον: Η χώρα πρέπει να αναθεωρήσει το εσωστρεφές πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί. Αυτό που υπήρχε μέχρι τώρα ήταν μια αμφίθυμη στάση απέναντι στις ευρωπαϊκές αξίες που έβλεπε την Ευρώπη κυρίως ως χρηματοδότη της χώρας και όχι ως ένα πεδίο δράσης που μας δίνει ευκαιρίες να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις ενός διαρκώς διευρυνόμενου κόσμου. Δυστυχώς ως τώρα, αντί να ανοίξουμε ως κοινωνία, περιοριστήκαμε στις εμμονές μας για την «ανάδελφη», μοναδική, ιδιαίτερη ταυτότητά μας σε αντιδιαστολή με κάποια, μακρινή ως προς εμάς, ορθολογική δυτική ταυτότητα. Μέσα από αυτές τις απλοποιήσεις εξισώσαμε τον ορθολογισμό με μια απολιτική τεχνοκρατική προσέγγιση και αναγάγαμε τον συναισθηματικό λόγο ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της κουλτούρας μας. Ομως έχουμε ξεχάσει ότι ο ορθολογισμός της νεωτερικής Ευρώπης θεμελιώθηκε πάνω στην αριστοτελικήσκέψη και την Αθηναϊκή δημοκρατία. Ακόμη και η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός δεν διαμορφώθηκαν σε πνευματικό κενό, αλλά οι πηγές τους βρίσκονται και στην αρχαιοελληνική σκέψη, και ως έναν βαθμό στις παραδόσεις του Βυζαντίου. Ο ορθολογισμός και το συναίσθημα θα μπορούσαν λοιπόν να συνυπάρχουν δημιουργικά στον σύγχρονο ελληνικό λόγο.

Δεύτερον: Αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό δεν αρκεί ένας νέος εκλογικός νόμος. Χρειάζεται να εκδημοκρατιστεί η πολιτική λειτουργία των κομμάτων και να ανοίξει το πολιτικό σύστημα σε νέα πρόσωπα, επιτυχημένα στην κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή. Να στηριχτεί η πολιτική αντιπαράθεση στην τεκμηρίωση και τον συγκεκριμένο πολιτικό λόγο, όπως επίσης και να δημιουργηθούν ουσιαστικοί και όχι μόνο νομικίστικοι μηχανισμοί λογοδοσίας. Η απαραίτητη νομική προσέγγιση, σε περιβάλλον συναισθήματος και ελλειμματικού ορθολογισμού, εστιάζεται κυρίως στη διαδικασία και όχι στην ουσία των στόχων και την επάρκεια των αποτελεσμάτων. Επίκαιρο παράδειγμα η αποτυχία των πολλαπλών κατασταλτικών ελέγχων να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά στους ΟΤΑ. Τρίτον: Μια νέου τύπου μη κρατικίστικη και κρατικοδίαιτη οικονομική ανάπτυξη. Με τον ίδιο τρόπο που εκχωρήσαμε τον ορθολογισμό στον «δυτικό» τρόπο σκέψης, με τον ίδιο τρόπο θεωρήσαμε πως έννοιες και πρακτικές όπως η καινοτομία, τα κίνητρα, ο υγιής ανταγωνισμός και η επιχειρηματικότητα είναι πράγματα ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα. Επομένως για να επιτύχουμε την ανάπτυξη δεν αρκεί μόνο ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο, αλλά χρειάζεται να υπάρξει μια εκ διαμέτρου διαφορετική και αποκεντρωμένη δημόσια διοίκηση σε έναν αποτελεσματικό και μη πελατειακό και κομματικά εξαρτημένο δημόσιο τομέα. Το Δημόσιο πρέπει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις επενδύσεων, να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα και να παράγει υπηρεσίες (ή να διασφαλίζει την πρόσβαση) που ισοσκελίζουν τις αποτυχίες των αγορών (π.χ. παιδεία, υγεία, πρόνοια) και να διασφαλίζει στρατηγικού τύπου κρατικές επιλογές.

Τέταρτον: ένα νέο κοινωνικό κράτος που να δημιουργεί το πλαίσιο για την ανάπτυξη ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών σε όλους τους πολίτες. Να περάσουμε από το περιορισμένων δυνατοτήτων κράτος των μη στοχευόμενων προνοιακών επιδομάτων στο κοινωνικό κράτος που θα επιδοτεί τους πραγματικά έχοντες ανάγκη, θα εξυπηρετεί με σοβαρές και ποιοτικές υπηρεσίες όλους τους πολίτες, θα επενδύει στην εκπαίδευση με στόχο την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη όλων των πολιτών και επομένως τη διεύρυνση των δυνατοτήτων ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής. Ετσι το κοινωνικό κράτος συνδέεται αναπόσπαστα με την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διαδικασία. Η τεχνοκρατική τήρηση του μνημονίου εν τέλει είναι το λιγότερο που πρέπει να κάνουμε για να εξέλθουμε από την κρίση. Χωρίς να συνοδεύονται από ορθολογικές πολιτικές αναδιάταξης της χώρας, οι τεχνοκρατικές προσεγγίσεις θα μειώσουν τα οικονομικό έλλειμμα και θα συμβάλουν στον εξορθολογισμό της οικονομίας αλλά δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με επάρκεια τα ευρύτερα αδιέξοδα της ιστορικής μας συγκρότησης. Σήμερα, με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν καλείται απλά να υλοποιήσει τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις του μνημονίου, καλείται να γίνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία.

Ο κ. Ηλίας Μόσιαλος είναι βουλευτής Επικρατείας του ΠαΣοΚ, πρόεδρος του ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου».