Oι δοκιμασίες αντοχής των ευρωπαϊκών τραπεζών είχαν στόχο να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στους πιστωτικούς οργανισμούς- και αυτό σε κάποιο βαθμό το πέτυχαν. Τόσο όμως οι διαβεβαιώσεις περί αντοχής όσο και οι παραινέσεις προς τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία δεν πρέπει να παραμερίζουν την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και τη σημερινή κατάσταση.

Στο… αληθινό «stress test», με την κατάρρευση της Lehman και τα επακόλουθά της, είδαμε ότι πλήθος τράπεζες, μεταξύ των οποίων και κολοσσοί, δεν άντεξαν και χρειάστηκαν εσπευσμένη ενίσχυση ή και ευθεία διάσωση από κρατικά χρήματα. Η εικόνα που διαμορφώθηκε από την κρίση εκείνη δεν έχει ξεπεραστεί, με αποτέλεσμα πολλές τράπεζες να λειτουργούν όχι μόνο με δριμύ πρόγραμμα περικοπών αλλά και χάρη στην κρατική στήριξη και τη χρηματοδότηση από τις Κεντρικές Τράπεζες (στην ευρωζώνη της ΕΚΤ). Ενας δε από τους λόγους, για τους οποίους άντεξαν στα «τεστ», είναι ότι τα κρατικά κεφάλαια με τα οποία έχουν ενισχυθεί συνυπολογίστηκαν στην κεφαλαιουχική βάση τους σαν να ήταν εισφορές των «κανονικών» μετόχων τους.

Το γεγονός δεν αποτελεί, όπως γνωρίζουμε, ελληνικό φαινόμενο. Η Ισπανία έχει διαθέσει κεφάλαια 10,6 δισ. ευρώ στις τράπεζές της, η Γερμανία έχει ήδη διοχετεύσει σε ρευστό 7,7 δισ. ευρώ στην επί της ουσίας κρατικοποιηθείσα Ηypo Real Εstate, στη δε Βρετανία οι φορολογούμενοι μετρούν ακόμη τώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της περασμένης εβδομάδας, ζημιές 8,7 δισ. στερλινών από τις ενισχύσεις διάσωσης της Royal Βank of Scotland και της Loyds. Στις δε ΗΠΑ, «σημαδεμένες» από το ναυάγιο και την κρατικοποίηση της Citibank, διαβάσαμε μόλις την περασμένη Τρίτη ότι ξεπερνούν τις 100 οι τράπεζες που έχουν κλείσει από τις αρχές του έτους.

Οι εκτιμήσεις για το άμεσο μέλλον δεν είναι πολύ διαφορετικές ως προς την «ιδιωτική» ευρωστία και δανειοδοτική επανενεργοποίηση των τραπεζών. Η Goldman Sachs περιλαμβάνει και τη Γερμανία (μαζί με την Ελλάδα και την Ισπανία) στις χώρες με προβλήματα του τραπεζικού τομέα, οι δε εκτιμήσεις της είναι ότι τα νέα κεφάλαια που θα απαιτηθούν θα καλυφθούν κατά 51% από δημόσιο χρήμα και κατά 49% από ιδιώτες. Οσο για τη ρευστότητα, ειδικός της Deutsche Βank σημείωνε ότι τα τεστ αντοχής δεν μεταβάλλουν την εκτίμηση πως οι τράπεζες της ευρωζώνης θα εξακολουθήσουν «επί αρκετά ακόμη τρίμηνα» να βασίζονται στη χρηματοδότηση «ανάγκης» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Από τα παραπάνω δεν συνάγεται ότι τα τεστ αντοχής ήταν περιττά ή άνευ νοήματος, αλλά ότι στο ορατό μέλλον δεν φαίνεται εύλογη η προσδοκία να «ζωντανέψει» ο τραπεζικός τομέας χωρίς κρατική υποστήριξη. Πράγμα που συγκλίνει με τη γενικότερη εκτίμηση αμερικανών οικονομολόγων ότι στην παρούσα φάση ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να προσφέρει μόνος τη ζητούμενη ταχεία ανάκαμψη. Για αυτήν χρειάζεται δημόσια πνοήαυτή ακριβώς που δεν θέλει να ούτε να ακούει η τρόικα…