Για να καταλάβει κανείς το παρόν, πολλές φορές είναι χρήσιμη η μετάβαση στο παρελθόν. Σε όσους ασχολούνται με το θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα της θεμελίωσης του κράτους είναι γνωστή η λύση που προτείνει ο Χομπς, ο οποίος θεμελιώνει το κράτος στις έννοιες της φυσικής κατάστασης, του κοινωνικού συμβολαίου και της πολιτικής κατάστασης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στο γεγονός ότι το εννοιολογικό τρίγωνο του φιλοσόφου δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τον πρωταγωνιστικό ρόλο του θανάτου ο οποίος, με διαφορετική μορφή κάθε φορά, κινεί τα νήματα στο θεωρητικό θέατρο του Χομπς.

Είναι προφανές ότι ο βίαιος θάνατος κυριαρχεί απολύτως στη φυσική κατάσταση- στην κατάσταση δηλαδή που ζουν οι άνθρωποι πριν από τη θεμελίωση του κράτους- όπου εμφανίζεται φορώντας το προσωπείο του άλλου, καθώς ο καθένας βλέπει στον άλλο τον κίνδυνο που απειλεί άμεσα τη ζωή του. Ως κυρίαρχος στη φυσική κατάσταση, ο θάνατος όχι μόνο οργανώνει το τοπίο, μοιράζοντας τα φώτα και τις σκιές μέσα στις οποίες κινούνται οι άνθρωποι, αλλά κυκλοφορεί συνεχώς μεταξύ τους, υπαρκτός και, κυρίως, ορατός: όποιος με πλησιάζει μπορεί να είναι για μένα ο θάνατος, σκέφτεται καθένας, κι όλοι φοβούνται ο ένας τον άλλο.

Το κοινωνικό συμβόλαιο βάζει τέρμα στην καθολική επικράτεια του φόβου, θεμελιώνοντας ακριβώς το κράτος, με τη σύσταση του οποίου ο θάνατος μοιάζει να αποσύρεται παντελώς από τη σκηνή, καθώς ο φόβος αποκρούεται. Στην πραγματικότητα όμως, το μόνο που έχει συμβεί- και δεν είναι λίγο – είναι ότι ο θάνατος έχει αλλάξει προσωπείο: δεν εμφανίζεται με το πρόσωπο του άλλου· έχει αποκτήσει τη μορφή ουδέτερης βιολογικής επιταγής που μας απειλεί όλους ως αναπόδραστη φυσική αναγκαιότητα. Εφεξής ο θάνατος κυκλοφορεί στην πολιτική κατάσταση πολιτισμένος, φορώντας το επίσημο ένδυμά του, τη στολή δηλαδή που του έχει παραχωρήσει η κρατική εξουσία. Από τη σκοπιά αυτή, ο Χομπς είναι ο πρώτος θεωρητικός που υποστηρίζει με τόση σαφήνεια και ωμότητα ότι η σύσταση του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας συνδέονται αμέσως με την εξημέρωση, τον εκπολιτισμό και την υποταγή του βίαιου θανάτου. Γιατί όμως ο Χομπς ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει στους υπολογισμούς του τον θάνατο;

Το κράτος προκύπτει από το παράδοξο γεγονός ότι αυτό που καθι

Οι επίγονοι της 17Ν χτυπούν τυφλά και χωρίς αναστολές, ενώ η κοινωνία φαίνεται να παρακολουθεί χωρίς να αντιδρά

στά ξένα και εχθρικά τα άτομα μεταξύ τους είναι ακριβώς αυτό που τα ενώνει: η κοινή επιθυμία όλο και περισσότερης ισχύος, επιθυμία που δεν σβήνει παρά μόνο με τον θάνατο. Ετσι, ο θάνατος ενώνει τους ανθρώπους στο μέτρο που τους διαιρεί και τους διαιρεί στο μέτρο που τους ενώνει. Αυτήν την αντιφατική διαδρομή αναλαμβάνει να γεφυρώσει το κράτος ή, ακόμη εντονότερα, το κράτος δεν είναι άλλο πράγμα από τον κλειστό κύκλο στον οποίο τιθασεύεται και εξημερώνεται ο άναρχος θάνατος. Από τη σκοπιά αυτή, το κράτος γίνεται η φυλακή και ο φύλακας του θανάτου, γιατί η κρατική εξουσία, με τον φόβο που εμπνέει, είναι η μοναδική που μπορεί να περιορίσει, δηλαδή να καταστείλει, την αδηφάγο και δολοφόνο ανθρώπινη επιθυμία κυριαρχίας.

Αν αυτή είναι σε γενικές γραμμές και απλουστευμένη η αντίληψη την οποία ο Αγγλος φιλόσοφος τοποθετεί στο κατώφλι του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας, τρεις αιώνες αργότερα μπορούμε να τη δούμε να δίνει παλμό στην καρδιά της καθημερινής μας ζωής. Η αδηφάγος όρεξη έχει απλωθεί παντού και με το επιστημονικό όνομα της οικονομικής κρίσης αφαιρεί τη ζωή από εκατομμύρια ανθρώπους και επιφυλάσσει στους υπόλοιπους ένα μέλλον εξαθλίωσης και υποταγής. Οσοι έχουν αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης πασχίζουν να γεμίσουν το χάος που υπόσχονται ότι θα τιθασεύσουν με λέξεις, όλο και περισσότερες λέξεις, που μπορούν να τις προφέρουν μόνο και μόνο γιατί οι άνθρωποι έχουμε το χάρισμα της γλώσσας.

Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο φόβος έχει ριζώσει για τα καλά στις ψυχές των ανθρώπων. Κακός σύμβουλος, οδηγεί πάντα σε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία, γιατί στο βάρος των συνθηκών προσθέτει τη δυσκαμψία της σκέψης και την ωμή ακαμψία της πράξης. Οι περισσότεροι έχουν σκύψει το κεφάλι, σαν να γνωρίζουν ότι η μοίρα που τους περιμένει έχει ήδη προαποφασιστεί. Υπάρχουν άλλοι- και δεν είναι λίγοι- που καταφεύγουν στους μάγους της επιστημονικής εποχής που ζούμε, γιατί πιστεύουν ότι οι ωροσκόποι κατέχουν τα κλειδιά του μέλλοντος. Υπάρχουν ακόμη αυτοί που προσπαθούν να εκβιάσουν τις πύλες της ιστορίας, σπέρνοντας στον δρόμο τους διαμελισμένα κορμιά αθώων. Μπροστά στα μάτια μας η άβυσσος μοιάζει να παίρνει σιγά σιγά σχήμα και δεν ξέρουμε πώς να της αντισταθούμε. Ας πούμε ότι θα κάνουμε σαν να υπάρχει ακόμη ελπίδα. Τι άλλο;

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.