Η κοινωνία του φόβου είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει εδώ και καιρό τους μελετητές και συνδέθηκε με την ανάδειξη της εγκληματικότητας σε μέγα θέμα του δημόσιου βίου, με τον φόβο του εγκλήματος και τη διεθνικοποίηση της τρομοκρατίας ειδικά μετά το 2001. Η διεθνής οικονομική κρίση άλλαξε περαιτέρω τα πράγματα. Στην Ελλάδα τα γεγονότα που εκτυλίσσονται από το 2008 (συνολικά) διαφέρουν συγκριτικά με ανάλογα προηγούμενων ετών, επειδή η κοινωνική συγκυρία έχει αλλάξει πια καθοριστικά. Η διεθνής και η εσωτερική οικονομική κρίση που, όπως φαίνεται, θεμελιώνεται στο οικονομικό έγκλημα, άλλαξε το κλίμα. Στην εποχή του ΔΝΤ στην Ελλάδα οι συλλογικοί φόβοι ταυτίζονται για πρώτη φορά με την αγωνία κατάρρευσης και επιβίωσης, αλλά ενισχύονται και από μια σιωπηλή οργή που απαντάται σε ατομικό συνήθως επίπεδο, σε περιπτώσεις θυμάτων κακοποίησης. Δηλαδή, θυμάτων που αδυνατούν να αντιδράσουν στην επίθεση και εκδηλώνουν μια παθητικότητα που δεν μπορεί να γίνει θυμός, οργή ούτε να εξορθολογιστεί για να ξεπεραστεί. Ετσι παραμένει στο επίπεδο του φόβου για το αύριο. Σε αυτήν την κοινωνία τα φαινόμενα της μαζικής βίας, των καταστροφών, της ακατανόητης για τους πολλούς τρομοκρατικής δράσης και της σύγχυσης μεταξύ τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος τείνουν να γίνουν σταθερή παράμετρος, που όμως θεμελιώνεται και αυτή στο φόβο. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που τα τελευταία χρόνια εκδηλώνονται στην Ελλάδα και που μορφολογικά δεν θυμίζουν τίποτα από «17 Νοέμβρη», ΕΛΑ και άλλες οργανώσεις του 20ού αιώνα, δύσκολα αποκωδικοποιούνται ως προς τα μηνύματα και τους στόχους τους. Είναι βέβαιο, όμως, ότι προσθέτουν έναν ακόμη φόβο, τον καταλυτικότερο, στον μέσο πολίτη: δηλαδή, τον φόβο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή και ο ίδιος να γίνει θύμα, έχει δεν έχει σχέση με κάτι δημόσιο. Ομως φαίνεται ότι δεν μπορούν πια να αναλύονται φαινόμενα που μορφολογικά μοιάζουν μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο που αναλύονταν πριν από το ξέσπασμα τόσο της διεθνούς οικονομικής κρίσης όσο και της ελληνικής. Και τούτο επειδή θα πρέπει να συνυπολογίζονται πια και άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στο συλλογικό ασυνείδητο. Ο φόβος που έχει διοχετευτεί στην ελληνική κοινωνία «χτυπά» πλέον την «καρδιά» της κοινωνικής ταυτότητας των ανθρώπων, ανατρέπει τη δυνατότητα ελάχιστης αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς συνδέεται άμεσα με τη χωρίς όριο διολίσθηση προς επίπεδα φτώχειας που μόνον από ιστορικές πηγές έχουν πληροφορηθεί οι σημερινοί 40ρηδες. Και δεν είναι μόνον αυτό. Είναι ότι αυτή η πορεία προς την εξαθλίωση έρχεται ξαφνικά ύστερα από μια περίοδο αυξημένων προσδοκιών πλουτισμού και καταναλωτικής ευημερίας, γεγονός που κάνει την αντίθεση όλο και εντονότερη, τον φόβο όλο και πιο παραλυτικό. Πλήττεται στην ουσία η ίδια η έννοια του πολίτη με την κοινωνική και πολιτική σημασία της. Βρισκόμαστε επομένως ενώπιον μιας νέας κατάστασης, η οποία σηματοδοτείται από την οικονομική κρίση που εξελίσσεται και τις συν αυτή κρίσεις αξιών, αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, σκανδάλων και σκανδαλολογίας. Πρόκειται για φαινόμενα που αποτελούν και αυτά γεγονότα και περιστατικά έμμεσης και άμεσης βίας, τα οποία προκαλούν μια οντολογική ανασφάλεια, που συνδέεται με τα θεμέλια της κοινωνικής μας ζωής και η οποία θέτει υπό σοβαρή δοκιμασία

Αστυνομικοί ερευνούν τον χώρο μετά τη δολοφονική επίθεση κατά του αστυνομικού Νεκτάριου Σάββα από τη «Σέχτα Επαναστατών». Η νέα γενιά τρομοκρατών σκέπτεται και δρα με κυνικότητα, στοιχείο που τη διαφοροποιεί από τις τρομοκρατικές οργανώσεις του παρελθόντος

την ίδια την ιδέα της πολιτικής κοινωνίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που το έγκλημα και η κοινωνική βία γίνονται όλο και περισσότερο δυσνόητα για το ευρύ κοινό, καθώς, όπως προανέφερα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις εξελίξεις με όρους και εργαλεία του παρελθόντος.

Το ίδιο ενδεχομένως συμβαίνει και με τις λεγόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις. Η δύσκολη σύνδεση των στόχων με τους λόγους θυματοποίησής τους δημιουργεί εντυπώσεις ότι πρόκειται περί στόχων τυχαίων, συγκυριακών, επιλεγμένων με κριτήρια ψυχοσυναισθηματικά φορτισμένα, αθώων, και πάντως επιθέσεων στερουμένων λογικής και κυρίως μηνύματος. Σε αυτό συντείνει και η φτωχή και συναισθηματικού χαρακτήρα ανάλυση των επιθέσεων αυτών στον δημόσιο λόγο.

Αντίθετα, η καταστροφική και κυνική ευρηματικότητα του modus operandi των δραστών, η θεαματική κάλυψη των διόδων φυγής και εξαφάνισης στοιχείων ενοχοποίησης πιθανών υπόπτων, η δυσανάλογη βία σε σχέση με το επιθυμητό αποτέλεσμα, η αδιαφορία για την ανθρώπινη υπόσταση και ζωή συγκροτούν ένα «μήνυμα», άμεσο και καθόλου συμβολικό ή υπολανθάνον· ότι δηλαδή δεν υπάρχουν κανόνες διεξαγωγής ενός πολέμου τύπου αντάρτικου πόλης, ούτε όροι και όρια διάκρισης ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες οργανωμένης παρανομίας (όπως συνέβαινε παλαιότερα): ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αλλά αυτό δεν είναι και το δόγμα της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς; Η κατάργηση των κανόνων της νεωτερικότητας;

Προκύπτει επομένως ένα ερώτημα: Αυτή η πολλαπλή θυματοποίηση και ο εθισμός στην παρουσία κάθε είδους και επιπέδου βίας στον δημόσιο βίο είναι τυχαία; Ή συνιστά μια παράπλευρη επιπλοκή των όρων υπό τους οποίους άλλαξαν οι οικονομικές σχέσεις και επιτεύχθηκε η αναδιανομή εισοδήματος στην Ελλάδα τα τελευταία περίπου 15 χρόνια;

Εάν τα πράγματα έχουν έτσι, το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα η Ελλάδα δεν είναι μόνο το δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά είναι μια πρόγνωση: πώς μπορεί να αντιδράσει μια κοινωνία πολλαπλά προσβεβλημένη και θυματοποιημένη από το ίδιο το κράτος αλλά και τους αρνητές του; Και τα προγνωστικά δεν είναι ευοίωνα, εκτός αν υπάρξουν σοβαρές δημόσιες πολιτικές αποδόμησης της αξίας της βίας ως μέσου πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής επιβίωσης και σχέσεων εξουσίας.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής, ΔΠΘ.