Κορυφώνεται η συζήτηση σε όλον τον κόσμο για την επιβολή κανονισμών στις αγορές. Ακούγονται ένα σωρό επιχειρήματα και προτάσεις- συχνά αντικρουόμενες -, πράγμα που συμβάλλει στη γενικότερη σύγχυση.

Σύμφωνα με μία προσέγγιση, για την απορρύθμιση των αγορών χρειάζεται να μειωθεί το μέγεθος και ο ρόλος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι μικρότερες μονάδες μπορούν να καταρρεύσουν χωρίς να βλάψουν το σύστημα, γλιτώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους φορολογουμένους από το κόστος της παροχής εγγυήσεων. Αν όμως εμφανιστεί ένας συστημικός κίνδυνος, κατά τρόπο που δεν θα είναι πλήρως κατανοητός, οι μικρότερες τράπεζες κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, ζημιώνοντας την πραγματική οικονομία. Ενα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι ο περιορισμός του μεγέθους και του ρόλου των τραπεζών δεν θα επηρεάσει ιδιαίτερα την απόδοσή τους. Αυτό χρησιμοποιείται για να προωθηθεί ένα τρίτο επιχείρημα: ότι οι μεγάλοι οργανισμοί ασκούν υπερβολική πολιτική επιρροή και επομένως «καπελώνουν» τις ρυθμιστικές αρχές. Για να το πούμε ωμά, οι μεγάλοι και κερδοφόροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα βρουν έναν τρόπο για να αποκτήσουν το ρυθμιστικό σύστημα που επιθυμούν- συμβατό με τις εξαιρετικά κερδοφόρες δομές τους.

Σύμφωνα με μια δεύτερη προσέγγιση, πρέπει να περιοριστεί η μόχλευση. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η άσκηση χειραγώγησης συμβάλλει ιδιαίτερα στον συστημικό κίνδυνο- μια κατάσταση στην οποία οι τιμές των μετοχών κινούνται με έναν ιδιαίτερα αλληλοεξαρτώμενο τρόπο, και όταν εμφανιστεί ο κίνδυνος τότε εξαπλώνεται πολύ γρήγορα. Ο περιορισμός της μόχλευσης είναι επιθυμητός, αλλά όχι σε σημείο που να αυξάνει το κόστος του κεφαλαίου και των επενδύσεων. Επιπλέον, λίγοι θα διαφωνήσουν με τη διαπίστωση ότι όσο αυξάνεται η πολυπλοκότητα του συστήματος, θα πολλαπλασιάζονται τα κενά και οι ασυμμετρίες στην πληροφόρηση και στη γνώση που κατέχουν οι ειδικοί. Τέτοιες ασυμμετρίες πλήττουν τις αποδόσεις των αγορών κατά πολλούς τρόπους και η σύγκρουση συμφερόντων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη σε ένα τέτοιο περιβάλλον επειδή δημιουργεί ένα κίνητρο για την εκμετάλλευση αυτών των πλεονεκτημάτων.

Υπάρχουν ακόμη δύο τρόποι για να αντιμετωπιστεί η πολυπλοκότητα και οι ασυμμετρίες. Ο ένας που έχει ευρέως υιοθετηθεί στις αναπτυσσόμενες χώρες, προβλέπει την επιβολή περιορισμών σε προϊόντα (για παράδειγμα, παράγωγα και κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια). Ο άλλος περιλαμβάνει τη μείωση του χάσματος στην πληροφόρηση με την επιβολή κανόνων στη διαδικασία αξιολόγησης (η αποτυχία της οποίας είχε σοβαρές συνέπειες στην τωρινή κρίση).

Σε ένα κάπως βαθύτερο επίπεδο, υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τον δημόσιο διάλογο για την κρίση. Η μία είναι η άποψη της «τέλειας καταιγίδας»: υπήρξαν πολλές αποτυχίες, παρανοήσεις, ασυμμετρίες και πολυπλοκότητες, όπως επίσης και επαχθείς συμπεριφορές, αλλά ουδέποτε σκέφτηκαν οι άνθρωποι της αγοράς, οι ρυθμιστικές αρχές ή οι πανεπιστημιακοί ότι το αποτέλεσμα θα είναι η κατάρρευση του συστήματος.

Σήμερα φαίνεται ότι έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καθιερώσουν τις δομές και τους κανόνες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με τα μέλη του να προωθούν τους στόχους τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Αν το πλαίσιο είναι ορθό, το σύστημα θα λειτουργήσει σωστά.

Σε ένα περίπλοκο σύστημα στο οποίο η πείρα, η διορατικότητα και η σωστή πληροφόρηση δεν συμβαδίζουν, και σίγουρα όχι στις κυβερνήσεις και στις ρυθμιστικές αρχές, η εξάρτηση από ένα τέτοιο πλαίσιο μοιάζει ανεπαρκής και άστοχη. Επιπλέον αγνοεί τη σημασία της εμπιστοσύνης. Πιστεύω ότι ένα καλύτερο σημείο αφετηρίας είναι η έννοια της κοινής ευθύνης για τη σταθερότητα του συστήματος και τα κοινωνικά οφέλη του- τα οποία θα μοιράζονται όλοι όσοι μετέχουν σε αυτό.

Είναι εντυπωσιακό το ότι κανένα ανώτερο στέλεχος, από όσα γνωρίζω, δεν έχει αναπτύξει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η πείρα του οργανισμού που εκπροσωπεί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη του συλλογικού στόχου της σταθερότητας.

Οι τράπεζες, οι ρυθμιστικές αρχές και οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να δημιουργήσουν μια κοινή αίσθηση συλλογικής ευθύνης για ολόκληρο το σύστημα και τις επιπτώσεις του στην υπόλοιπη οικονομία.

Ορισμένοι θα αντιτάξουν ότι η ιδέα αυτή δεν θα λειτουργήσει επειδή έρχεται σε αντίθεση με την άπληστη ανθρώπινη φύση. Ωστόσο τέτοιες αξίες διαμορφώνουν άλλα επαγγέλματα. Στην Ιατρική υπάρχει ένα τεράστιο και αγεφύρωτο χάσμα στην πείρα και στις γνώσεις που έχουν οι γιατροί και οι ασθενείς. Η πιθανότητα να γίνει κατάχρηση είναι τεράστια. Περιορίζεται όμως από τις επαγγελματικές αξίες που αποκτούν οι γιατροί με την εκπαίδευσή τους και που ενισχύονται από την επαγγελματική αλληλεγγύη. Από μόνη της, μια τέτοια αλλαγή στις αξίες και στο απόλυτο πρότυπο που καθορίζει τους ρόλους δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα που προκύπτει από το συστημικό κίνδυνο. Ούτε η παραβίαση των κανόνων. Αν ωστόσο ληφθούν σοβαρά υπ΄ όψιν, θα μας θυμίζουν συνεχώς τη σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ευημερία της οικονομίας. Ισως να βοηθήσει και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.

Ο κ. Μάικλ Σπενς είναι κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Οικονομικών του 2001. Είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και πρόεδρος της Επιτροπής για την Ανάπτυξη.