Τα τεστ αντοχής στα οποία υπόκεινται πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες, ανάμεσά τους και πολλές ελληνικές, είναι επί της ουσίας μια τεχνική προσομοίωσης για την αξιολόγηση των επιδόσεων των τραπεζών υπό δυσοίωνες συνθήκες. Εξετάζουν πώς θα διαμορφωθούν τα μεγέθη των τραπεζών ως προς την κεφαλαιακή τους επάρκεια π.χ., αν υιοθετήσουμε απαισιόδοξα σενάρια. Η αξία αυτών των ασκήσεων επί χάρτου είναι χρήσιμη, αλλά η βασική διαφορά είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετώπισαν δυσάρεστες συνθήκες τους τελευταίους μήνες και κατάφεραν να επιβιώσουν. Με αυτή την έννοια τα τεστ αντοχής για τις ελληνικές τράπεζες ήταν πραγματικά και κατάφεραν να τα περάσουν με σχετική επιτυχία.

Επιπλέον τεστ αντοχής για το ευρώ δημιουργούν οι συζητήσεις για την πιθανότητα κατάρρευσης της ευρωζώνης. Τα ασφάλιστρα κινδύνου για την πιθανότητα πτώχευσης αποτιμούν την πιθανότητα πτώχευσης της ελληνικής οικονομίας εντός πενταετίας στο πολύ υψηλό ποσοστό της τάξης του 50%. Ακολουθούν η Πορτογαλία (25%), η Ιρλανδία, η Ισπανία (20%) και η Ιταλία (15%). Δεν δημιουργεί επομένως έκπληξη ότι οι διεθνείς χρηματαγορές αμφιβάλλουν γα τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης, κάτι που με τη σειρά του τροφοδοτεί συζητήσεις για έξοδο (ή αποπομπή) των παραπάνω χωρών.

Πλανώνται πλάνην οικτράν οι υποστηρικτές των καταστροφικών σεναρίων. Σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας (ή όποιου άλλου κράτους-μέλους) η προοπτική ανάπτυξης της ευρωζώνης (η οποία εκτιμάται μόλις στο 1,3% από το ΔΝΤ για το 2011) θα εξανεμιζόταν πάραυτα. Ο πανικός θα οδηγούσε σε μαζικές πωλήσεις του ευρώ και όλων των χρηματιστηριακών τίτλων (ευρωπαϊκών και μη), κάτι που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε πτώση ρευστότητας χειρότερη από εκείνη που σημειώθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Lehman Βrothers. Κατά συνέπεια η όποια έξοδος από την ευρωζώνη δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, θα έσπρωχνε την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία σε έναν δεύτερο κύκλο ύφεσης, πολύ χειρότερο από αυτόν που ζήσαμε τα δύο παρελθόντα έτη, την ίδια στιγμή που σκληρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής προκαλούν τριγμούς στην εύθραυστη οικονομική ανάκαμψη. Πράγματι, με την αξιοπιστία της ΕΚΤ ήδη υπό αμφισβήτηση και το επιτόκιο πολιτικής καθηλωμένο στο 1% είναι πολύ δύσκολο να δει κάποιος πώς η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική βοήθεια για έξοδο από τον δεύτερο κύκλο ύφεσης. Κατά συνέπεια τα σενάρια εξόδου κρατών-μελών από την ευρωζώνη δεν ωφελούν κανέναν. Σε τελική ανάλυση, ας μην ξεχνάμε ότι η ευρωζώνη σχεδιάστηκε ως μακροχρόνια δέσμευση για όλα τα μέλη και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες.

Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Κeele και ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.