Θεωρητικά, η ελληνική Κεντροδεξιά θα έπρεπε να είναι η μεγάλη νικήτρια παράταξη της Μεταπολίτευσης. Σε αυτά τα χρόνια οι βασικές της επιλογές φαίνεται ότι δικαιώθηκαν. Τρεις από αυτές μου έρχονται αμέσως στο μυαλό.

Κατ΄ αρχάς, η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ηταν τέτοια η επιτυχία του εγχειρήματος, που λίγα χρόνια αργότερα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός αποτέλεσε τον κοινό τόπο του ελληνικού κομματικού συστήματος.

Δεύτερον, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Αυτή αποτέλεσε την απόλυτη δικαίωση για τους νικητές του Εμφυλίου. Τα κύματα εξάλλου των εξαθλιωμένων αλβανών μεταναστών που κατέφθασαν στη χώρα, περπατώντας μερόνυχτα μέσα από τα βουνά τής παρ΄ ολίγον Λαϊκής Δημοκρατίας του Γράμμου, έδειξαν στη χώρα από τι ακριβώς είχε γλιτώσει εκείνο το καλοκαίρι του 1949.

Τρίτον, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του περιορισμού του κράτους-επιχειρηματία κυριάρχησε διεθνώς και υιοθετήθηκε, στη συνέχεια, και από τους σοσιαλδημοκράτες.

Και όμως, ενώ συνέβησαν όλα αυτά, η Κεντροδεξιά αγωνίζεται σήμερα να ξεφύγει από την πολιτική χρεοκοπία. Κατακερματισμένη και αποπροσανατολισμένη, δείχνει να βιώνει μια ισχυρή κρίση ταυτότητας.

Βασική αιτία του προβλήματος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του κεντροδεξιού χώρου που σταδιακά μετατράπηκε σε γάγγραινα: ο πραγματισμός και η προσαρμοστικότητα. Ο πραγματισμός μετασχηματίστηκε σε κυνισμό και η προσαρμοστικότητα σε μια καιροσκοπική αντιμετώπιση των πραγμάτων.

Από το 1981, ιδιαίτερα, κάθε φορά που η ΝΔ αντιμετώπιζε πρόβλημα εκλογικού ανταγωνισμού φρόντιζε να υιοθετεί την πολιτική ατζέντα και τη συμπεριφορά των βασικών αντιπάλων της, πιστεύοντας πως έτσι θα ανταμειφθεί εκλογικά.

Οργανωτικά, επέλεξε τη δημιουργία ενός κακέκτυπου μαζικού κόμματος κατά το πρότυπο του ΠαΣοΚ και της Αριστεράς, προκειμένου να αποκτήσει ισχυρή εκλογική μηχανή.

Στρατηγικά, αντιμετώπισε το κράτος,

Η κρίση της Δεξιάς μετά την ήττα της ΝΔ του κ. Κ. Καραμανλή στις εκλογές του 2009 δεν φαίνεται να τελειώνει, παρά την ανάληψη της ηγεσίας από τον κ. Αντ. Σαμαρά. Ο κατακερματισμός συνεχίζεται καθώς, εκτός από τον κ. Γ. Καρατζαφέρη που πλαγιοκοπεί από τα «δεξιά», και η κυρία Μπακογιάννη ετοιμάζεται να επιτεθεί από τα «αριστερά»

όπως και οι αντίπαλοί της, ως λάφυρο. Στην πράξη, όσο περισσότερες κρατικές θέσεις μπορούσε να προσφέρει στα μέλη του κόμματος τόσο περισσότερο αισθανόταν ότι αυτό της διασφάλιζε την εξουσία.

Τέλος, το πεδίο της ιδεολογίας παραδόθηκε στην Αριστερά. Είτε για λόγους «μεταδικτατορικών ενοχών» είτε, κυρίως, για λόγους κυνισμού (να γίνει ο εχθρός του εχθρού μου φίλος μου) η ΝΔ βρέθηκε σταδιακά να «απολογείται» γιατί η δημοκρατία κέρδισε στον Εμφύλιο, να προωθεί τον κρατισμό και να υπερασπίζεται τον κορπορατισμό. Ως και η ευταξία, το απόλυτο συνώνυμο κάθε συντηρητικού κόμματος, σχετικοποιήθηκε. Οι μπαχαλάκηδες μπορούσαν άνετα να τα σπάνε με την ανοχή της Αστυνομίας, αρκεί να μην το παράκαναν.

Ακόμη και η στιγμή της ιδεολογικής έξαρσης του κινητοποιημένου συντηρητισμού που αποτέλεσε η υπόθεση των ταυτοτήτων ήταν στην πραγματικότητα μία ακόμη κυνική προσαρμογή στις απαιτήσεις του εκκλησιαστικού πελατολογίου. Το ότι τα πάντα «ξεχάστηκαν» αμέσως μετά τις εκλογές είναι η απόδειξη του μεγέθους του καιροσκοπισμού. Σταδιακά, το μόνο που έμεινε σταθερό ήταν ο κυνισμός τού «να βολέψουμε τα δικά μας παιδιά» και το πώς να κρατηθούμε στην εξουσία όσο περισσότερο μπορούμε.

Σήμερα το κεντροδεξιό πολιτικό φάσμα μοιάζει να αναζητεί τη χαμένη του φυσιογνωμία μέσα από ξεχωριστές ατομικές και συλλογικές διαδρομές. Οι δύο βασικές τάσεις δείχνουν ότι απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια και διαφορετικές ιδεολογικές ευαισθησίες.

Η ΝΔ του Α. Σαμαρά προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια νεοσυντηρητική τάση από τη μια και μια χριστιανοδημοκρατική από την άλλη. Η πρώτη δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην εθνο-πολιτισμική ταυτότητα, στις αξίες, ενώ η δεύτερη στην αναδιανομή του πλούτου μέσω κρατικών πολιτικών. Η προσπάθεια ανασύστασης μιας πιο καθαρής λαϊκής Δεξιάς, αν και απευθύνεται σε μεγάλα εκλογικά ακροατήρια, κινδυνεύει από την απόσταση ανάμεσα στις υποσχέσεις και στην πραγματικότητα. Η ισορροπία ανάμεσα στον πολυσυλλεκτισμό και στο καθαρό πολιτικό στίγμα είναι ένα δύσκολο έργο.

Η κίνηση της Ντόρας Μπακογιάννη επιχειρεί να συγκροτήσει συνθήκες για την ανάπτυξη ενός φιλελεύθερου πόλου. Δίνοντας έμφαση στο μικρό αλλά αποτελεσματικό κράτος, στην ανάπτυξη μέσω της μείωσης της φορολογίας και στην καταπολέμηση της διαφθοράς, ο ελληνικός φιλελευθερισμός επιχειρεί αυτή τη φορά να σχηματίσει ένα ανεξάρτητο πολιτικό υποκείμενο. Η κινητοποίηση νέων άφθαρτων ατόμων με διάθεση συμμετοχής στην πολιτική είναι το ένα από τα πολλά στοιχήματα αυτού του χώρου. Η συσπείρωση μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων των αστικών κέντρων είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία για το νέο κόμμα, αν το εγχείρημα θέλει να έχει μέλλον.

Ο κατακερματισμός της Κεντροδεξιάς θα πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά και θα απειλήσει το σύνολο του πολιτικού συστήματος με ευρύτερη ανασύνθεση; Ισως! Αλλά ας μη βιαστούμε να απαντήσουμε. Το θεσμικό περιβάλλον και οι πολιτικές παραδόσεις της χώρας μπορεί να εμποδίσουν αυτόν τον κατακερματισμό και ο ελληνικός δικομματισμός να επιβιώσει και αυτής της κρίσης.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να δούμε στο μέλλον μια νέα ανασύνθεση του κεντροδεξιού πόλου μέσω κεντρομόλων και όχι κεντρόφυγων, αυτή τη φορά, διαδικασιών- με άλλα λόγια, επανενοποίηση. Εξάλλου, ο κεντροδεξιός χώρος έχει στην πραγματικότητα μικρότερες ιδεολογικές διαφορές από αυτές που διατείνονται συχνά οι πολιτικές του ηγεσίες.

Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.