Η πανδικαστική (πλην των δικαστών του ΣτΕ- και εν προκειμένω το «πλην Λακεδαιμονίων» συνιστά έπαινο) συγκέντρωση για τις ασφαλιστικές ρυθμίσεις στον κλάδο δείχνει ότι η κυβέρνηση απειλείται από μια επικίνδυνη αναμέτρηση, φανερώνει όμως και κάτι άλλο: ότι οι έχοντες ισχύ εξαντλούν τα διαθέσιμα μέσα προκειμένου να εξαιρεθούν από τις θυσίες στις οποίες υποβάλλεται η plebs.

Η επίκληση της «θεσμικής» διάστασης και του υψηλού έργου συμποσούνται εν τη πράξει στην επιδίωξη ιδιαίτερης μεταχείρισηςείτε πρόκειται για τους δικαστές που προασπίζονται το προνομιακό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς τους είτε για τους βουλευτές που αναζητούν αναπλήρωση των περικοπών διά της συμμετοχής σε πλήθος επιτροπών, είτε για τα ίδια τα κόμματα που επιδιώκουν μείωση της… μείωσης της επιχορήγησής τους από το κράτος.

Η στάση αυτή, όπως φάνηκε και στη Βρετανία με τον σάλο για τις βουλευτικές δαπάνες, διαβρώνει περαιτέρω το κύρος των φορέων της δημόσιας εξουσίας στα μάτια του πολίτη. Εύλογο. Ο κόσμος έχει μάτια και βλέπει- και αυτό που βλέπει πίσω από τα μεγάλα λόγια είναι η άσβεστη επιθυμία απολαβών και η προστασία από την οικονομική λαίλαπα που πλήττει τους υπολοίπους.

Τι δείχνει, αλήθεια, η επισήμανση του προέδρου δικαστικής ένωσης πως η Δικαιοσύνη βραδυπορεί επειδή «η κυβέρνηση δεν θέλει να βάλει το χέρι στην τσέπη»; Εκφράζει άραγε κάποια παρωχημένη πίστη στη διαβεβαίωση «λεφτά υπάρχουν» σε πείσμα του ορυμαγδού στην οικονομία ή εννοεί ότι ειδικά για τη Δικαιοσύνη δεν επιτρέπεται καμία λιτότητα; Τι σημαίνει η εκ προοιμίου απόφανση ότι η υπαγωγή στο ΙΚΑ «είναι πέρα για πέρα αντισυνταγματική» όταν εκφέρεται από εν ενεργεία δικαστή υπό την ιδιότητα του συνδικαλιστή; Δύσκολα πάντως μπορεί κανείς να την αντιληφθεί ως οτιδήποτε άλλο από προαναγγελία ότι οι δικαστές θα κρίνουν πιθανότατα αντισυνταγματικό ό,τι τους θίγει. Και τι νόημα έχει το σχόλιο άλλου εκπροσώπου ότι «οι δικαστές δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ούτε κοινοτικά προγράμματα ούτε έχουν σπίτια με πισίνες και δεν πετάνε λουλούδια στα ξενυχτάδικα» ( ούτε εκείνοι του παραδικαστικού); Μήπως μονάχα ότι τα πρόχειρα συνθήματα που χαρακτηρίζουν τον κοινό συνδικαλιστικό λόγο έχουν καρπίσει για τα καλά και σε έναν χώρο που διεκδικεί μια υποτιθέμενη «άλλη» σοβαρότητα;

Ο τρόπος με τον οποίο οι δικαστές απένειμαν στους εαυτούς τους μισθολογικά προνόμια- πρώτα μόνοι και στη συνέχεια συμπράττοντας με δικηγόρους στο Μισθοδικείο- πρόδιδε από καιρό ολισθηρή πορεία. Η επιμονή στις εξαιρέσεις και ο τόνος με τον οποίο εκφράζεται την επιβεβαιώνουν, το ίδιο και η απροθυμία του δικαστικού σώματος να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα πλημμελούς απόδοσης δικαιοσύνης στους κόλπους του.

«Θεσμικές» δικαιολογίες φυσικά μπορούν να βρεθούν, όπως για όλα. Το μήνυμα όμως δεν είναι η εξύψωση της δημόσιας προσφοράς, αλλά η επιβεβαίωση της άποψης του Θρασύμαχου: «Δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον ». Αποψη που μεταλαμπαδεύεται από κορυφής προς ολόκληρη την κοινωνία.