Στο ερώτημα «πού πήγαν τα λεφτά»και στη σύστοιχή του αξίωση «φέρτε πίσω τα κλεμμένα»- δόθηκαν τις τελευταίες ημέρες μερικές πρόσθετες ενδεικτικές απαντήσεις. Είναι λιγότερο εντυπωσιακές, όχι όμως και λιγότερο διδακτικές σε σχέση με όσες είχαμε συναγάγει από τη Siemens, τα δομημένα ομόλογα και τις μεγάλες δημόσιες προμήθειες. Πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ότι στο μετρό προσελήφθησαν λίγο πριν από τις εκλογές 250 και πλέον συμβασιούχοι-κομματικοί πελάτες, στην ΑΓΡΟΓΗ (που είχε ζητήσει μόνο 80) άλλοι τόσοι, στο δε τραμ- απαρχής ελλειμματικό και αμφισβητούμενης χρησιμότητας- το προσωπικό από 192 άτομα έφθασε στα 700, με αποτέλεσμα η μισθοδοσία να είναι διπλάσια από τα συνολικά έσοδα.

Οι αποδέκτες μισθών από αυτές- και ανάλογες- θέσεις είναι αναμφιβόλως συμπαθέστεροι από τους πολιτικούς ή επιχειρηματίες τρυποκάρυδους που ραμφίζουν συστηματικά το δημόσιο χρήμα, το πλήθος τους όμως αθροίζεται σε τέτοια ύψη, ώστε, πέρα από την αναξιοκρατία των προσλήψεων, το τσιμπολόγημα των πολλών μικρών να αποτελεί μείζονα αιτία κρατικής οικονομικής αιμορραγίας.

Αν κοντά στις πλεονάζουσες πελατειακές προσλήψεις υπολογίσει κανείς τα διάφορα επιδόματα και επιδοτήσεις αλλά και τις συντάξεις που απονέμονταν σε νεανικά όρια ηλικίας ή σε ποσά πολλαπλάσια του αναλογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, αντιλαμβάνεται κανείς ότι μεγάλο μέρος του σημερινού προβλήματος οφείλεται- πέρα από τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή- και σε αντιπαραγωγική διανομή εισοδήματος προς μεγάλο αριθμό πολιτών: υπ΄ αυτήν την έννοια, τα λεφτά πήγαν σε… όλους και όλοι έχουμε κάποια, έστω μικρή, υποχρέωση «επιστροφής».

Τα παραπάνω είναι οφθαλμοφανή σε όποιον θέλει να τα δει. Ανεξάρτητα από την απόδοση της μέγιστης ευθύνης, όχι στους πελάτες αλλά στους πάτρωνές τους που είχαν την ευθύνη της πολιτικής διαχείρισης, γεγονός είναι ότι όλοι ανεχθήκαμε ένα σύστημα γεμάτο ανορθολογισμούς και προβληματικές παροχές- και ότι στην πλειονότητά μας προτιμούσαμε να αντιπαρερχόμαστε τις φωνές που ζητούσαν νοικοκύρεμα. Το «ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας» δεν ισχύει, ασφαλώς, για κάθε Ελληνα, ισχύει όμως για ένα σημαντικό πλήθος- πολύ περισσότερους από τους «κλέφτες». Οτι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί ήταν ορατό σε πολλούς, εξ ου και η κατά καιρούς προειδοποίηση ότι, αν δεν συμμαζεύαμε τα πράγματα μόνοι μας, θα μας επιβαλλόταν η περιστολή άνωθεν και αγρίως.

Οπως και συνέβη. Και δυστυχώς, πέρα από την ίδια την αγριότητα των περικοπών, ο ταχύς και ισοπεδωτικός τρόπος με τον οποίο επισπεύδονται εμποδίζει- και αυτήν την ώρα- τη σοβαρή εξέταση ζητημάτων όπως ποια από τα θιγόμενα δικαιώματα δεν ήταν εύλογα, ποιοι, με άλλα λόγια, ήταν οι ανορθολογισμοί που οφείλαμε να διορθώσουμε και χωρίς έξωθεν απειλή. Στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν είδαμε πειστική αναλογιστική στήριξη, στον αντιπολιτευτικό αντίλογο δεν ακούσαμε διαχωρισμό σωστού και λάθους, ούτε αντιπροτάσεις. Η περιστολή γίνεται με εξίσου λίγη ανάλυση όπως η προηγηθείσα σπατάλη. Επιβάλλεται, υποχρεωτικά, οικονομία. Τίποτε, όμως, δεν δείχνει ότι η λιτότητα συνοδεύεται από ποιοτική εξυγίανση.