Εκείνος ο Δεκέμβρης του 2008 είχε μεγάλες πολιτικές συνέπειες. Η ΝΔ τέθηκε οριστικά σε τροχιά απώλειας της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώθηκε με την πολιτική κάλυψη της χαοτικής «εξέγερσης». Το ΚΚΕ, που πρωτοστάτησε στη χρέωση του αντιπάλου, εξήγαγε πολύτιμα συμπεράσματα για την εδραίωση της ηγεμονίας του στην Αριστερά, που νωρίτερα είχε αμφισβητηθεί από τη δημοσκοπική έκλαμψη του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτοτε, ο Περισσός βρίσκεται σε ετοιμότητα αντίδρασης υπό συνθήκες κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα. Στη χώρα όπου το μονοπώλιο της βίας δεν είναι αυτονόητα κρατικό, το ΚΚΕ διεκδικεί το μονοπώλιο της μη νόμιμης βίας, που είναι συντεταγμένη και αποδεικνύεται ανεκτή από την κυβέρνηση.

Από τον Δεκέμβρη εκείνο, τα στελέχη της Ανανεωτικής Πτέρυγας του Συνασπισμού εξήγαγαν επίσης πολιτικά συμπεράσματα και τα δημοσιοποίησαν. Ομως, πέραν αυτού, δεν προέβησαν τότε σε καμιά άξια λόγου πολιτική πράξη. Ωστόσο, το γυαλί του Συνασπισμού είχε ραγίσει από έναν άλλο Δεκέμβρη, του 2004, όταν ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος και ηττήθηκε από τον Αλέκο Αλαβάνο. Οι Ανανεωτικοί υπέμειναν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ και σύρθηκαν σε συλλογικές επιλογές που ήταν σε διάσταση όχι απλώς με την ιδεολογία τους, αλλά και με το αξιακό τους σύστημα. Χρειάστηκε να επιμείνει ο Αλαβάνος, ως εξωσυστημικός πλέον παράγοντας διαταραχής του αριστερίστικου μικρόκοσμου, για να εγκαταλείψουν το αφιλόξενο περιβάλλον των γκρουπούσκουλων με τα οποία ο Συνασπισμός είχε στέρξει να εξομοιωθεί.

Οπωσδήποτε οι Ανανεωτικοί το όφειλαν στον εαυτό τους. Αλλά το ερώτημα στο οποίο θα κληθούν να απαντήσουν μέσα από την πολιτική πράξη είναι μήπως το όφειλαν στον εαυτό τους και μόνον. Το ερώτημα είναι ταυτόσημο με εκείνο για την πραγματική εμβέλεια της Δημοκρατικής Αριστεράς, που ιδρύθηκε με την επίκληση της μνήμης του Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Αν οι συντελεστές του νέου πολιτικού σχηματισμού ξαναβρήκαν τον εαυτό τους, το ερώτημα είναι πόσοι και ποιοι άλλοι θα πάνε να τους συναντήσουν εκεί. Επί του παρόντος, η πολιτική πλατφόρμα της Δημοκρατικής Αριστεράς επιβεβαιώνει τις διαφορές των ιδρυτών της με το πλειοψηφικό ρεύμα του Συνασπισμού, που συνοψίζονται, αρκετά δηκτικά, στην αποκήρυξη του «αριστερότροπου λαϊκισμού» και του «μυωπικού αριστερισμού». Είναι σαφές ότι το νέο κόμμα αντιτίθεται τόσο στην ανακλαστική προάσπιση των συντεχνιακών κεκτημένων που προέκυψαν από τη συναλλαγή των εκάστοτε κρατούντων με ποικίλες ομάδες πίεσης όσο και στην «αντισυστημική» βία, οργανωμένη είτε ανοργάνωτη. Το στίγμα είναι ευκρινές, αλλά στην πολιτική η άρνηση αρνητικών στάσεων δεν αρκεί για να δώσει κατάφαση.

Επιπλέον, η Δημοκρατική Αριστερά, σε αντιδιαστολή με τη λοιπή Αριστερά, εμμένει στον ευρωπαϊκό δρόμο, και μάλιστα με όρους φεντεραλισμού. Αλλά, αν ανήκουμε στην ομοσπονδιακή Ευρώπη των ονείρων μας, προτιμότερο είναι να μην πάψουμε να ανήκουμε και στην πιο πραγματική Ευρώπη του ευρώ, σύμφωνα με τους ιδρυτές του νέου κόμματος. Επιπλέον, όπως συνάγεται από τις πρώτες διακηρύξεις, καλό θα είναι να αποφύγουμε και τη χρεοκοπία. Συνυπολογίζοντας την πάγια καταγγελία του «νεοφιλελευθερισμού», ο προγραμματικός λόγος της Δημοκρατικής Αριστεράς συγκλίνει με τον επίσημο λόγο του ΠαΣοΚ, που οδύρεται για την αδικία που του έλαχε να εφαρμόσει το μνημόνιο.

Βέβαια, τα στελέχη της Δημοκρατικής Αριστεράς μπορούν να επικαλούνται τη διαχρονική διάσταση λόγων και έργων των κυβερνήσεων του ΠαΣοΚ. Και ίσως να κρίνουν ότι αυτό είναι αρκετό για να προσελκύσουν οπαδούς του ΠαΣοΚ που εμφανίζονται να έχουν μετακινηθεί στη δεξαμενή των αναποφάσιστων. Αλλά δεύτερη φορά το ίδιο λάθος δεν συγχωρείται, ακόμα κι αν τώρα αποδοθεί στην αυταρέσκεια των διανοουμένων, που ούτως ή άλλως δεν έχουν μεγάλη έφεση στα έργα.

Αρθρώνοντας έναν «συστημικό» προοδευτικό λόγο, η Δημοκρατική Αριστερά τίθεται ενώπιον συγκεκριμένων επιλογών που αφορούν την πολιτική της στόχευση και την κατάλληλη βάση για να την υπηρετήσει. Ειδικότερα, μπορεί κάποιος να σκεφτεί δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Δημοκρατική Αριστερά θα επιβίωνε και ενδεχομένως θα εξελισσόταν σε θετικό συντελεστή των πολιτικών μας πραγμάτων. Η πρώτη είναι η απορρόφηση των Οικολόγων, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενοποίηση των δύο κομμάτων, αντί για την επιδίωξη ενός ακόμα δυσλειτουργικού «ομόσπονδου» σχήματος. Η δεύτερη είναι η απερίφραστη εκδήλωση της πρόθεσης το κόμμα που θα προκύψει να συμμετάσχει στην ευθύνη της διακυβέρνησης.

Ο Φώτης Κουβέλης μπορεί να δηλώνει ότι η Δημοκρατική Αριστερά «δεν θα λειτουργήσει συμπληρωματικά» προς το ΠαΣοΚ. Και πράγματι ο Αλέξης Τσίπρας τον περιμένει στη γωνία, με τους επιτελείς του έτοιμους να καταγγείλουν την «Αριστερά της ενσωμάτωσης». Ομως, ο εναπομείνας Συνασπισμός έχει στηθεί στη λάθος γωνία. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει μια ευκαιρία να επιλέξει τους σωστούς συνομιλητές, απευθυνόμενη ταυτόχρονα σε ένα κοινό με προσδοκίες που δεν αποτυπώνονται στην επιφάνεια των δημοσκοπικών μετρήσεων. Είναι πολύ αμφίβολο αν θα το επιχειρήσει. Το πιθανότερο είναι ότι θα υποπέσει ξανά στα παραδοσιακά σφάλματα της ελληνικής Αριστεράς.

Ο κ. Αλέξης Καλοκαιρινός είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.