Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει ένα μείγμα μέτρων με στόχο τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Βραχυχρόνια, μια δημοσιονομική συστολή οδηγεί σε μείωση της ζήτησης και άρα σε μείωση του ΑΕΠ. Πράγματι, το 2010, οι ρυθμοί μείωσης της δημόσιας κατανάλωσης και του ΑΕΠ αναμένονται να είναι αντίστοιχα 7% και 3%. Παράλληλα όμως μια δημοσιονομική συστολή, αν γίνει σωστά, μπορεί να οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή σε τόνωση της ανάπτυξης. Αυτό γίνεται κυρίως μέσω της βελτίωσης των προσδοκιών και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Σε μια οικονομία με χρόνιες ανισορροπίες όπως η ελληνική, μια δημοσιονομική σταθεροποίηση στέλνει θετικά μηνύματα ότι στο μέλλον θα μειωθούν οι φόροι, τα επιτόκια και η μακροοικονομική αβεβαιότητα, όπως επίσης ότι θα ενισχυθεί η πιθανότητα παραμονής της χώρας στο ευρώ, μηνύματα που ενθαρρύνουν την ιδιωτική κατανάλωση και επένδυση.

Αν και είναι σχετικά νωρίς να γνωρίζουμε ποια από τις δύο δυνάμεις θα υπερισχύσει (θα είναι η αρνητική άμεση επίδραση της μειούμενης ζήτησης ή η θετική έμμεση επίδραση των καλύτερων προσδοκιών;), είναι σίγουρο ότι: α) Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει περισσότερο σημασία στις προσδοκίες και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και (β) ο τρόπος μείωσης των ελλειμμάτων έχει στηριχθεί υπερβολικά (αν το κριτήριο είναι η ανάπτυξη) στη φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος τόσο από την εργασία όσο και από το κεφάλαιο.

Τι πρέπει να γίνει; Οσον αφορά τις προσδοκίες, απαιτούνται κάποιες ρεαλιστικές και κατανοητές κινήσεις, δηλαδή κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές, με στόχο την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων. Ο βασικός στόχος πρέπει να είναι ο μεγάλος ασθενής της ελληνικής οικονομίας: ο δημόσιος τομέας με την πολύ κακή αποτελεσματικότητά του (η σχέση εισροών- εκροών είναι από τις υψηλότερες διεθνώς) και ό,τι αυτός συνεπάγεται (γραφειοκρατία, υψηλό κόστος συναλλαγής, διαφθορά). Οσον αφορά το μείγμα των μέτρων που λαμβάνονται για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, είναι απαραίτητο να προσεχθούν οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του κάθε μέτρου. Π.χ., οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση των εισοδημάτων από εργασία και κεφάλαιο διαστρεβλώνει τα κίνητρα και οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο περαιτέρω ύφεσης και ελλειμμάτων. Η σταθεροποίηση πρέπει να γίνει με μείωση των δαπανών, αύξηση των φόρων κατανάλωσης και διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητικός εταίρος του CΕSifo του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Οι απόψεις του είναι προσωπικές και δεν εκφράζουν αναγκαστικά τα ιδρύματα στα οποία ανήκει.