Oι μισθολογικές περικοπές στο Δημόσιο υπήρξαν, όπως ευθύς επισημάνθηκε, ισοπεδωτικές και άρα εξ ορισμού άδικες. Ευσυνείδητοι εργαζόμενοι με αυξημένα προσόντα είδαν τις αποδοχές τους να μειώνονται στον ίδιο βαθμό με εκείνες πολιτικών πελατών, αργομίσθων και πλεοναζόντων. Η ισοπέδωση είχε ωστόσο μια «λογική». Το Δημόσιο, κοινός εργοδότης όλων των πληττομένων, αντιμετώπιζε πρόβλημα υπερχρέωσης και η γενική περικοπή κρίθηκε προτιμότερη από μια αιφνίδια και μεγάλη μείωση προσωπικού που, πέρα από τις άλλες δυσκολίες, θα εκτίνασσε την ανεργία.

Στον ιδιωτικό τομέα δεν ισχύει το ίδιο. Οι επιχειρήσεις διαφέρουν μεταξύ τους και, αν πολλές χειμάζονται ώστε να δικαιολογείται ακόμη και πρόσκαιρη μείωση μισθών προκειμένου να αποφευχθούν απολύσεις, κάποιες πάντως παραμένουν κερδοφόρες και δεν πρέπει να διευκολύνονται, αλλά να κολάζονται αν διώχνουν εργαζομένους ή αν καθηλώνουν τους μισθούς χωρίς να προχωρούν σε προσλήψεις. Η περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων πάσχει άρα από πλευράς δικαιολογίας, όσο δεν συνδέεται με τα χαρακτηριστικά κάθε μονάδας, αλλά επιβάλλεται γενικά και χωρίς ειδικότερες προϋποθέσεις. Αναλόγως πάσχει η γενική περιστολή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τουλάχιστον όπου συμβαίνει να περιορίζει τις συντάξεις κάτω από το όριο ανταποδοτικότητας των εισφορών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ή να αφαιμάσσει πλεονασματικά Ταμεία, στα οποία το κράτος οφείλει μεγάλα ποσά.

Εν όψει αυτής της διαφοράς, στον ιδιωτικό τομέα γίνεται ακόμη επιτακτικότερη απ΄ ό,τι στον δημόσιο η πολιτική και διαχειριστική δικαιολόγηση των μέτρων από πλευράς της κυβέρνησης, η εξήγηση του γιατί, κατά την άποψή της, άλλα είναι εύλογα (διότι κάποια όντως είναι) και θα έπρεπε να ληφθούν ούτως ή άλλως, ενώ άλλα είναι αναπόφευκτα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας επιχειρήσεων και ασφαλιστικών ταμείων. Τέτοια πολιτική στήριξη στα μέτρα δεν εκδηλώνεται προς το παρόν, ούτε- πολύ λιγότερο- προβάλλεται κάποιο συνεκτικό ανορθωτικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου βλέπει η κυβέρνηση να εντάσσονται τα σημερινά επώδυνα μέτρα.

Η κυβέρνηση απλώς επικαλείται την εφαρμογή του μνημονίου με την τρόικα, δηλώνοντας μάλιστα η ίδια ότι τα μέτρα είναι άδικα και μας επιβλήθηκαν εξαιτίας της κερδοσκοπικής αγυρτείας και των μικρόψυχων δισταγμών των εταίρων μας να μας στηρίξουν επαρκώς και εγκαίρως. Με αυτόν τον τρόπο παράγεται όμως διπλό πολιτικό παράδοξο: από τη μία προωθούνται μέτρα που δεν βρίσκουν ουσιαστικούς απολογητές ούτε στην ίδια την κυβέρνηση, από την άλλη η τελευταία δείχνει να περιορίζεται στην υλοποίηση όσων υπαγορεύουν οι δανειστές μας. Σαν η επιτροπεία της τρόικας να έχει απαλλάξει το Υπουργικό Συμβούλιο από την ανάγκη προάσπισης των μέτρων που θεσπίζει και από το καθήκον να επισπεύσει πρόγραμμα ανάπτυξης. Ετσι όμως εμπεδώνεται στον κόσμο η εντύπωση ότι πορευόμαστε άβουλοι και μηδενίζονται τα – ελάχιστα- υπόλοιπα εμπιστοσύνης προς τις διαβεβαιώσεις ότι οι θυσίες θα πιάσουν τόπο. Φθάνουμε στο «ο σώζων εαυτόν…»- από τις τραπεζικές καταθέσεις και την επενδυτική απραξία ως, όπως ακούγεται, τις σκέψεις μετανάστευσης των νέων.