Μετά τον αποκλεισμό της Γαλλίας από το εφετινό Μουντιάλ, και μάλιστα χωρίς να πετύχει ούτε μία νίκη, τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης έδωσαν έμφαση στον εξευτελισμό της χώρας και στην έλλειψη πειθαρχίας των παικτών. Υπήρξαν φωνές για πλήρη αναδιάρθρωση της γαλλικής ομάδας και για αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο επιλέγονται και προπονούνται οι παίκτες.

Υπήρξε όμως και μια πιο ανησυχητική διάσταση στις αντιδράσεις απέναντι στην ήττα. Ηταν οι αντιδράσεις που επικεντρώνονταν στην έλλειψη πατριωτισμού και κοινών αξιών και στην καταγωγή μερικών παικτών από μετανάστες.

Ο φιλόσοφος Αλέν Φινκιελκρότ, ο οποίος έχει επικρίνει επανειλημμένα την αποτυχία της ένταξης των μεταναστών στη γαλλική κοινωνία, συνέκρινε τους παίκτες με τους νεαρούς που εξεγείρονται στα προάστια. «Εχουμε πλέον την απόδειξη ότι η γαλλική ομάδα δεν μοιάζει καθόλου με ομάδα, αλλά με μια συμμορία από χούλιγκαν που γνωρίζουν μόνο τον νόμο της Μαφίας» είπε σε ραδιοφωνική συνέντευξη.

Αν και οι περισσότεροι πολιτικοί έκαναν προσεκτικές αναφορές στις αξίες και στον πατριωτισμό και απέφυγαν να μιλήσουν για τη μετανάστευση και τη φυλή, δεν έλειψαν οι βουλευτές που χαρακτήρισαν τους παίκτες «αποβράσματα», «ταραχοποιούς» και «ανθρώπους που στο κεφάλι τους έχουν ρεβίθια αντί για μυαλό».

Η Φαντελά Αμαρά, υφυπουργός αρμόδια για τα προάστια που έχει γεννηθεί από αλγερινούς γονείς, προειδοποίησε ότι η αντίδραση στην ήττα της ομάδας είναι φυλετικά φορτισμένη. «Υπάρχει μια τάση να δοθεί φυλετικός χαρακτήρας σε αυτά που συνέβησαν» είπε σε μια συνεδρίαση του κόμματος του Νικολά Σαρκοζί. «Ολοι καταδικάζουν τις γειτονιές όπου μένουν άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων. Είναι πολλοί εκείνοι που αμφιβάλλουν για το κατά πόσον οι γόνοι των μεταναστών είναι ικανοί να σεβαστούν τη χώρα».

Η υφυπουργός επέκρινε τον χειρισμό της συζήτησης για την «εθνική ταυτότητα» από τον πρόεδρο Σαρκοζί, προειδοποιώντας ότι από τη φορτισμένη συζήτηση για τους Βleus, την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γαλλίας, θα βγουν ζημιωμένοι όλοι οι δημοκράτες. «Χτίζουμε μια λεωφόρο για το Εθνικό Μέτωπο» τόνισε αναφερόμενη στο κόμμα του Ζαν-Μαρί Λεπέν.

Σύμφωνα με τον Φιλίπ Τετάρ, έναν ιστορικό του αθλητισμού από το Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών, το υπόγειο ρεύμα του ρατσισμού είναι πολύ νοσηρό, αλλά αποτελεί μία από τις αναμενόμενες αρνητικές συνέπειες του αποκλεισμού από το Μουντιάλ.

Η Γαλλία, τόνισε, βρίσκεται σε σύγχυση για την ταυτότητά της και αισθάνεται αμηχανία με την αύξηση του αριθμού και, μερικές φορές, με τη συμπεριφορά των μεταναστών και των παιδιών τους. Το 1998, η γαλλική ομάδα που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο είχε επαινεθεί για τον πολυεθνικό χαρακτήρα της. Η ύπαρξη λευκών, μαύρων και παικτών αραβικής καταγωγής είχε θεωρηθεί σύμβολο μιας πολιτιστικά πλούσιας χώρας. Αλλά σήμερα η συζήτηση που γίνεται είναι εντελώς διαφορετική.

«Οι σημερινοί παίκτες», λέει ο Τετάρ, «ανήκουν σε μια γενιά που προέρχεται από τα προάστια και δεν διαθέτουν κατ΄ ανάγκην το πολιτιστικό υπόβαθρο ώστε να καταλάβουν τι έχουν κάνει». Ο υπουργός Παιδείας Λυκ Σατέλ δήλωσε στην τηλεόραση ότι είναι οργισμένος με το γεγονός ότι ο προπονητής της ομάδας Ρεϊμόν Ντομενέκ, που κατηγορείται για την έλλειψη συνοχής της ομάδας και απολογήθηκε για τα λάθη του, αρνήθηκε να σφίξει το χέρι του προπονητή της Νότιας Αφρικής μετά τον τελευταίο αγώνα της ομάδας. «Θα προχωρήσω όμως λίγο περισσότερο» πρόσθεσε. «Ενοχλούμαι πολύ όταν βλέπω τον αρχηγό της ομάδας να μην τραγουδά τη Μασσαλιώτιδα. Οταν φοράς τα εθνικά χρώματα της Γαλλίας, πρέπει να είσαι υπερήφανος».

Ο υπουργός αναφερόταν στον Πατρίς Εβρά, ο οποίος γεννήθηκε στη Σενεγάλη και βρέθηκε παγιδευμένος ανάμεσα στους παίκτες και στη διοίκηση όταν οι πρώτοι αρνήθηκαν να προπονηθούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την τιμωρία ενός άλλου μαύρου παίκτη, του Νικολά Ανελκά. Ο τελευταίος απομακρύνθηκε από την ομάδα όταν διαπληκτίστηκε με τον Ντομενέκ.

Ο ίδιος ο πρόεδρος Σαρκοζί συγκάλεσε σύσκεψη για τον αποκλεισμό της Εθνικής, με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού Φρανσουά Φιγιόν, της υπουργού Αθλητισμού Ροζλίν Μπασελί και της υφυπουργού Αθλητισμού Ραμά Γιαντέ. Με δήλωσή του, ο Σαρκοζί τούς ζήτησε «να βγάλουν τα συμπεράσματά τους από αυτήν την καταστροφή». Η φυλετική σύνθεση της εθνικής ομάδας έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο κριτικής από την Ακροδεξιά, παρ΄ όλο που η Γαλλία είναι μια χώρα στην οποία όλοι οι υπήκοοι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Από τους 22 παίκτες της ομάδας, οι 13 είναι έγχρωμοι και δύο έχουν γεννηθεί σε γαλλικές κτήσεις.

Η Μαρίν Λεπέν, αντιπρόεδρος του Εθνικού Μετώπου και κόρη του ιδρυτή του, δήλωσε ότι οι παίκτες της ομάδας δεν την αντιπροσωπεύουν, καθώς χαρακτηρίζονται από ατομικό και όχι ομαδικό πνεύμα, και αγωνίζονται για τα συμβόλαιά τους και όχι για τη χώρα τους. «Οι περισσότεροι από αυτούς», τόνισε, «θεωρούν τη μία στιγμή ότι αντιπροσωπεύουν τη Γαλλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο και την άλλη ότι ανήκουν σε μια άλλη χώρα ή έχουν άλλη εθνικότητα στην καρδιά τους».

Τον Ιούνιο του 2006, ο ίδιος ο Λεπέν είχε επικρίνει την Εθνική Γαλλίας επειδή περιελάμβανε πολλούς μη λευκούς παίκτες και, κατά συνέπεια, δεν αντανακλούσε τη σύνθεση της κοινωνίας. Τώρα δήλωσε ότι μισεί τους πολιτικούς που μετατρέπουν την εθνική ομάδα σε «σημαία του αντιρατσισμού».