Η οικονομία και η δημόσια διοίκηση αποτελούν στη χώρα μας ασύμπτωτα πεδία: η οικονομία κατανοείται, κατά κύριο λόγο, στα μακροοικονομικά μεγέθη του πληθωρισμού, του χρέους και των ελλειμμάτων, ενώ η δημόσια διοίκηση προσλαμβάνεται ως ένα προνομιακό πεδίο γραφειοκρατίας, αναποτελεσματικότητας και πελατειακών σχέσεων.

Κατά καιρούς, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους, τα κόμματα εξουσίας αρθρώνουν κάποιον υποτυπώδη λόγο για τη μεταξύ τους σχέση· ότι, δηλαδή, η οικονομία δεν μπορεί να ανακάμψει μ΄ ένα τέτοιο κράτος και ότι επείγουν διαρθρωτικές αλλαγές των οποίων η ζεύξη με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών είναι, συνήθως, δυσδιάκριτη. Οι περισσότερες από τις προτάσεις αυτές είναι ανεπεξέργαστες, στην καλύτερη περίπτωση περιγραφικές του προβλήματος, και πάντως η εφαρμογή τους έχει έως τώρα επιδαψιλεύσει ακόμη περισσότερα ελλείμματα και χρέη. Πέρα όμως από τις «αναλύσεις» και τις «μεταρρυθμίσεις», οι δημόσιες πολιτικές εξακολουθούν να ασκούνται στην Ελλάδα με πρωτόγονα μέσα. Η λογική και τα μέσα του δημόσιου μάνατζμεντ, που συνδέει τις επιστήμες της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, δεν βρήκαν εδώ αποδέκτη.

Η βιώσιμη συγκράτηση των δαπανών και των ελλειμμάτων σε βάθος χρόνου μπορεί να προέλθει από μια δημόσια διοίκηση η οποία θα έχει ενσωματώσει με λειτουργικό τρόπο στη δράση της την ορθολογική διαχείριση πόρων με σκοπό την επίτευξη αποτελεσμάτων. Τούτο απαιτεί με τη σειρά του μεγάλης κλίμακας αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης. Τα ελλείμματα δεν θα μειωθούν, συνεπώς, με κατασταλτικές περικοπές δαπανών παρά μόνο συγκυριακά. Η υιοθέτηση ενός στρατηγικού σχεδίου, που θα εφαρμόζεται με βάση συγκεκριμένους στόχους και θα αξιολογείται με δείκτες επιδόσεων από τους αποδέκτες του προϊόντος/της υπηρεσίας, θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη μείωση δαπανών και επομένως σε αύξηση των εσόδων μεγαλύτερη από τις συγκυριακές περικοπές.

Εσφαλμένες οργανωτικές επιλογές δεκαετιών διευρύνουν το χάσμα οικονομίας και διοίκησης. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα: την κατάργηση του πάλαι ποτέ ισχυρού και ενιαίου υπουργείου Συντονισμού, στο οποίο οικονομία και κράτος βρίσκονταν κάτω από ενιαία διοίκηση, ακολούθησε η παράλληλη πορεία των υπουργείων Προεδρίας και Εθνικής Οικονομίας και η περαιτέρω, παρά φύση, διόγκωσή τους εκατέρωθεν από τα υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών. Τα δύο αυτά υπουργεία ακολούθησαν αλληλοαποκλειόμενες στρατηγικές, οι οποίες οδήγησαν σε πλειάδα ημιτελών έργων και ανεκτέλεστων μελετών. Σήμερα ο καταστροφικός αυτός δυϊσμός εξακολουθεί, δυστυχώς, να υφίσταται. Ωστόσο μια πολιτική που θέλει να συνδέσει οργανικά την οικονομία με τη διοίκηση δεν αφήνει παρά μόνο μία επιλογή: την ενοποίηση των υπουργείων Οικονομικών (ΓΛΚ), Εσωτερικών (ΓΓ Δημόσιας Διοίκησης) και Οικονομίας (ΓΓ Επενδύσεων και Ανάπτυξης). Ο κ. Π. Καρκατσούλης είναι καθηγητής στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.