Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και μετά, το δικαίωμα στην ευημερία και στη βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής αποτέλεσε στοιχείο της πολιτικής και πολιτισμικής ιδιοσυστασίας ανθρώπων που προέρχονταν από τα ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Η σταδιακή εμπέδωση του οράματος της συνεχούς βελτίωσης των συνθηκών ζωής επέτρεψε τη θεώρηση της ευημερίας ως ενός σχεδόν φυσικού χαρακτηριστικού της εθνικής μας ταυτότητας. Σήμερα η σαρωτική επίδραση της σημερινής οικονομικής κρίσης στις υλικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων εμπεριέχει και ποικίλες διαδικασίες αμφισβήτησης, αν όχι αποσάθρωσης, των συλλογικών μας μορφών ταύτισης και ορισμού του «εμείς» που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Π ώς αλλάζουμε λοιπόν σήμερα ως άνθρωποι, ως πολίτες, ως κοινωνικά υποκείμενα; Η απάντηση εξαρτάται από τον τρόπο που διακρίνουμε τις συνιστώσες και αντιλαμβανόμαστε τα βιώματα της οικονομικής κρίσης. Συχνά εκφράζεται η άποψη, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, ότι τάχα η κρίση μπορεί να έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα, μπορεί να μας κάνει «καλύτερους» ανθρώπους, πολίτες φίλους, γονείς, συντρόφους, συναδέλφους κτλ. Βασική προϋπόθεση αυτής της αντίληψης είναι ότι η κρίση είναι ένα είδος τιμωρίας για τις υπέρμετρες, στον βαθμό της ύβρεως, συμπεριφορές και αντιλήψεις των τελευταίων δεκαετιών ή ακόμη ένα είδος τιμωρίας για τα εγγενή «κουσούρια» της φυλής. Αμεση συνέπεια τέτοιων επιχειρημάτων είναι η άποψη ότι η «σωτηρία» μας τώρα εξαρτάται από τη δυνατότητά μας να προσαρμόσουμε τις αξίες, τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις μας στις νέες συνθήκες. Πρόκειται βέβαια για μια βαθιά ηθικολογική- και μάλλον αποκαλυπτικής έμπνευσης- θεώρηση της οικονομικής κρίσης που προσφέρεται για κάθε είδους κριτική αποδόμηση. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε ότι η ιδέα της «τιμωρού κρίσης» βασίζεται στη λογική προϋπόθεση ότι το σύνολο των μελών της κοινωνίας τιμωρείται από κοινού για τα κοινά αμαρτήματα και, το κυριότερο, ότι βιώνουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις επιπτώσεις της τιμωρίας. Κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπου η κρίση βιώνεται σήμερα με πολλούς διαφορετικούς και συχνά αντιφατικούς τρόπους από διαφορετικές ομάδες πληθυσμού. Εξάλλου, οι κρίσεις- όπως και οι καταστροφές – αναδεικνύουν τις κάθε είδους ανισότητες των κοινωνιών, ανατρέπουν ισχύοντες συσχετισμούς, εντείνουν τις εσωτερικές ανομοιογένειες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν λειτουργούν σαν κολυμπήθρα που θα ξεπλύνει τις αμαρτίες και θα μας κάνει τάχα καλύτερους ανθρώπους.

Ο Ερωτας αφαιρεί τον μανδύα και αποκαλύπτει την έγκυο η οποία θα γεννήσει το μέλλον του κόσμου, στον αγωνιστικό χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα

Η κρίση μάς αλλάζει, αλλά με ποικίλους και ασύμμετρους τρόπους. Θα εστιάσω σε μια συνιστώσα αυτής της αλλαγής διότι αφενός είναι ιδιαίτερα σημαντική και αφετέρου αφορά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η οικονομική κρίση και οι τρόποι διαχείρισης των επιπτώσεών της από την πολιτική ηγεσία και τις ηγεμονικές κοινωνικές ομάδες και συσσωματώσεις οδηγούν ήδη μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε συνθήκες αυξανόμενης επισφάλειας. Αρκεί κανείς να παρατηρήσει την αύξηση του αριθμού των γηγενών και μεταναστών ανέργων, των χαμηλόμισθων εργαζομένων με εισοδήματα κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, των νέων χωρίς πρόσβαση στη συρρικνωμένη αγορά εργασίας, τους δείκτες που μαρτυρούν τη διαρκή διολίσθηση των παροχών πρόνοιας, υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης. Η ζωή, η ασφάλεια και η ευημερία μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού απειλούνται, καθιστώντας τις συνθήκες ύπαρξής τους επισφαλείς.

Κατά τη φιλόσοφο Τζούντιθ Μπάτλερ, η επισφάλεια αποτελεί μια πολιτική κατάσταση κατά την οποία συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού εκτίθενται σε κινδύνους, κακομεταχείριση, βία, ακόμη και στην απειλή του θανάτου ακριβώς λόγω της αποτυχίας των κοινωνικών και πολιτικών δικτύων προστασίας της ζωής του πολίτη στο πλαίσιο των ευνομούμενων δημοκρατικών κοινωνιών. Για την Μπάτλερ, και άλλους μελετητές, η επισφάλεια οδηγεί σε απόλυτο αποκλεισμό μεγάλες ομάδες ανθρώπων, η προστασία της ζωής, της ασφάλειας, της ευημερίας των οποίων παύει να αποτελεί υποχρέωση και μέλημα του κοινωνικού συνόλου.

Σ τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, όπως και στις μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες, το όραμα της ευημερίας αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής μας ταυτότητας ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας. Πώς θα αλλάξουν οι συλλογικές μας ταυτίσεις σε περίπτωση που οι σημερινές συνθήκες επισφάλειας επεκταθούν και περιλάβουν ολοένα πολυπληθέστερα τμήματα του πληθυσμού; Αν το δικαίωμα στην ευημερία αποτέλεσε ως σήμερα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως μέλη της κοινωνίας, πολίτες του κράτους, παιδιά του έθνους, κατοίκους της πόλης, της γειτονιάς, μέλη της οικογένειας και της παρέας, τι θα συμβεί καθώς πολλοί από εμάς περιερχόμαστε σε ένα καθεστώς επισφάλειας που απαγορεύει την πρόσβασή μας σε μια «καλύτερη ζωή»; Τι συμβαίνει όταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού παύουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέλη των συσσωματώσεων που τους όριζαν μέχρι πρότινος ως κοινωνικά υποκείμενα;

Δεν μπορούμε βέβαια να προβλέψουμε τους μετασχηματισμούς της ελληνικότητας, του πολιτισμού, των συνηθειών και των πρακτικών του καθημερινού μας βίου στο άμεσο μέλλον. Γνωρίζουμε όμως ότι η επέκταση των συνθηκών επισφάλειας δεν θα έχει σε καμία περίπτωση παιδαγωγικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα θα επιφέρει τη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και των μορφών κοινωνικής συνοχής όπως τη γνωρίζουμε ως σήμερα. Μια τέτοια αλλαγή είναι σίγουρα απευκταία.

Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.