Η δημοσιονομική κρίση άνοιξε την παλαιά συζήτηση για τη νοοτροπία των Ελλήνων. Οι Ελληνες «δεν αλλάζουν». Υπάρχει άραγε μια ατιθάσευτη δύναμη στα εσώτερα στρώματα της κοινωνίας που ωθεί την Ελλάδα να «εισέρχεται στο κακό» πιο βαθιά και πιο συχνά από άλλες χώρες; Υπάρχει ένας γενετικός κώδικας που προσδιορίζει διαχρονικά το ύφος και το ήθος του κοινωνικού σώματος, μια «κακή ενέργεια» που μας μαγνητίζει; Η χρεοκοπία, η φοροδιαφυγή, τα καραγκιοζιλίκια των ΜΜΕ, η ανευθυνότητα του πολιτικού προσωπικού, η Siemens, η υποκρισία, ο επαρχιωτισμός, η αναξιοκρατία ανήκουν εγγενώς στο «πνεύμα του έθνους»;

Σε συζήτηση που είχα με ιδιοκτήτη λογιστικού γραφείου στη γειτονιά μου, έμαθα ότι, μεταξύ των πελατών του, η φοροδιαφυγή των μη-μισθωτών συχνά υπερβαίνει το 300%, το 500% και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το 2.000% τού προς απόδοση φόρου. Εμαθα, επίσης, ότι η φοροδιαφυγή της τάξεως του 100% ή του 200% δεν θεωρείται φοροδιαφυγή- και οδηγεί μαθηματικά στην αντικατάσταση του λογιστή, ο οποίος αυτομάτως κατατάσσεται στους κακούς επαγγελματίες. Φυσικά, τα προηγούμενα δεν έχουν στατιστική αξία. Εικονογραφούν όμως στη μικροκλίμακα μιας μεσαίας γειτονιάς τις πιο επίσημες στατιστικές της Εurostat, του ΟΟΣΑ και των ελληνικών Αρχών.

Τ ι είναι λοιπόν αυτή η φοροδιαφυγή; Ενα πολιτισμικό γεγονός εγγεγραμμένο στο πνεύμα του έθνους και σε μια «έμφυτη» προαιώνια κλίση του ελληνικού λαού; Ή μια χαμηλού ρίσκου δραστηριότητα, απολύτως ορθολογική, η οποία, μέσα από τη συστηματική επανάληψη και την απουσία τιμωρίας έγινε σταδιακά πολιτισμική κλίση, στοιχείο του οικονομικού ήθους, και άρα στοιχείο της μοντέρνας ελληνικής ταυτότητας;

Εάν ισχύει το δεύτερο, τότε δεν είναι η προαιώνια ελληνική ταυτότητα που επηρεάζει τη συμπεριφορά του κράτους (υπό την έννοια μιας «ανατολίτικης» ανθρωπολογικής βάσης στην οποία οι ελίτ προσαρμόζονται για ψηφοθηρικούς λόγους) αλλά η συμπεριφορά του κράτους που διαμορφώνει «ανθρωπολογική» ταυτότητα.

«Υπάρχει και φιλότιμο», ελληνικό κατ΄ εξοχήν και το υποστήριξε έξοχα ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ως υπουργός Μαυρογιαλούρος στην ομώνυμη ταινία

Α ς πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Οι οπαδοί της Αριστεράς βρέθηκαν αποκλεισμένοι από το μετεμφυλιακό κράτος μέσω του γνωστού καθεστώτος διακρίσεων. Οσοι εξ αυτών επέμειναν στην αριστερή τους επιλογή, υπέστησαν οικονομικό κόστος, όταν δεν κατέστρεψαν τις ζωές και τις οικογένειές τους. Ουδείς μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι το κύριο χαρακτηριστικό της κουλτούρας τους, όπως και χιλιάδων άλλων πολιτών που ανήκαν στην τότε «δημοκρατική παράταξη», ήταν η αναζήτηση του κράτους-πάτρωνα, του προσωπικού βολέματος ή η απουσία μιας ηθικής της πεποίθησης.

Το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του 1980, στο όνομα της διόρθωσης των αδικιών, ακολούθησε μια στρατηγική διόγκωσης του κράτους. Ο συνωστισμός στις πόρτες της δημοσιοϋπαλληλίας υπήρξε πρωτόγνωρος και το κομματικό κριτήριο αναδείχτηκε σε κεντρικό για το κτίσιμο καριέρας στο Δημόσιο. Στην ουσία, το ΠαΣοΚ μετέτρεψε σε ανορθολογική πράξη την παραμονή «εκτός των τειχών», απονομιμοποίησε, ως ανόητη και αυτοκαταστροφική σε προσωπικό επίπεδο, την ηθική της πεποίθησης και της έντιμης προσπάθειας. Εσπειρε στην κοινωνία των πολιτών, όπως έγραψε ο Δ. Ραυτόπουλος, «εξαχρείωση και χαλάρωση, σύγχυση των ορίων νομιμότητας- παρανομίας, δίκαιου και προνόμιου».

Ετσι, το ΠαΣοΚ εισήγαγε στην πελατειακή λογική εκείνο το τμήμα του πληθυσμού, ιδιαίτερα κομμουνιστικής προέλευσης, που δεν είχε στην κουλτούρα του την πελατειακή σχέση. Οι ελίτ του ΠαΣοΚ, στρατηγικά και συνειδητά, ήταν αυτές που έδωσαν μια νέα ώθηση στο πελατειακό φαινόμενο. Οχι κάποιο ανεξίτηλο χαρακτηριστικό του «γένους» ή η κλίση προς τη δημοσιοϋπαλληλία του αριστερού DΝΑ. Η ρηξικέλευθη ενίσχυση της νοοτροπίας του βολέματος υπήρξε- και σε αυτή την περίπτωση- το αποτέλεσμα της ενεργού κρατικής πολιτικής.

Βέβαια το σημερινό ΠαΣοΚ παραπονείται, όπως και η ΝΔ, ότι η κοινωνία αναζητεί προνόμια και εξυπηρετήσεις- και «μας πιέζει». Φυσικά η κοινωνία πιέζει. Η κουλτούρα είναι συνήθειες που αναπτύσσονται μέσα από συστηματική επανάληψη στο εσωτερικό ενός συστήματος. Ποιος όμως διαμόρφωσε το σύστημα και καλλιέργησε τη «συστηματική επανάληψη»;

Τ α δύο προηγούμενα παραδείγματα δείχνουν ότι το κράτος (και τα κόμματα που το διευθύνουν) είναι ένας μεγάλος, ίσως ο πρώτος και μεγαλύτερος, παραγωγός νοοτροπιών και αξιών. Το κράτος συχνότατα κατασκευάζει την ελληνική ταυτότητα, την οποία, σε μια δεύτερη φάση, επικαλείται, για να δικαιολογήσει, στο όνομα του πολιτικού κόστους, τις ανορθολογικές πολιτικές του. Φυσικά, αν ψάξουμε στην Ιστορία, θα ανακαλύψουμε και πολλά παραδείγματα αντίθετου προσήμου. Ομάδες που αρνούνται να εκσυγχρονιστούν, που συγκρούονται με τις κρατικές ελίτ για να διατηρήσουν προνόμια και απολαβές που ουδεμία σχέση έχουν με το κράτος δικαίου.

Στην πραγματικότητα, το πνεύμα του έθνους, με την έννοια της ιδιοσυγκρασίας, δεν υπάρχει. Το έθνος, όπως κάθε έθνος, αποτελείται από «πολλά» έθνη που συνυπάρχουν αντιμαχόμενα. Οι κουλτούρες είναι «γεγονότα», μέσης ή μακράς διάρκειας. Οχι ένα βαθύ και διιστορικό ρεύμα. Η κουλτούρα ως ταυτότητα είναι αντιφατική. Και ανακλητή. Ως τέτοια, ενεργοποιείται από τις ελίτ, στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. Η ελληνική κουλτούρα είναι αντιφατική, με πολλά απωθητικά και πολλά γοητευτικά στοιχεία. Ο ρόλος της ηγεσίας είναι να απενεργοποιήσει τα πρώτα και να παράγει «καινοτόμο ιδιαιτερότητα» με τα δεύτερα.

Ε άν το πνεύμα του έθνους χρεοκόπησε, εάν η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη ταχύτητα της ευρωζώνης, εάν οι κοινωνικές κατακτήσεις γενεών ακυρώνονται, εάν ο αξιακός ιστός έχει βάναυσα τσαλακωθεί, αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο «Ελληνας δεν αλλάζει». Αλλάζει συνεχώς, προς το καλύτερο, αλλά και προς το χειρότερο. Οσοι επικαλούνται τη φύση του έθνους, τα ανατολίτικα χαρακτηριστικά του, απλώς κρύβουν τις δικές τους ευθύνες και τη δική τους αδυναμία να κάνουν ηγεμονικές επιλογές. Η Ελλάδα, και καμία κοινωνία, δεν είναι καταδικασμένη ανθρωπολογικά.

Η πολιτική και μόνον αυτή μπορεί να προκαλέσει ένα «νέο κύμα ενέργειας» (Β. Καραποστόλης). Διαφαίνεται αυτό σήμερα; Οχι, και από κανέναν πολιτικό χώρο. Οι ηγεσίες αλλά και τα delivery boys του προηγούμενου καθεστώτος εξακολουθούν να κυριαρχούν- και εξακολουθούν να κάνουν πολύ θόρυβο. Η καταστατική λειτουργία του πολιτικού είναι να καλύψει το «κενό» που έχει διαμορφωθεί, και να επουλώσει το τραύμα ταυτότητας που δημιούργησε το αξιοθρήνητο τέλος της προηγούμενης ηγεμονίας. Να το καλύψει πολιτικά, δηλαδή και πολιτισμικά.

Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.