Η αύξηση των νόμιμων ποσοστών ομαδικών απολύσεων και, ακόμη περισσότερο, ο περιορισμός της αποζημίωσης κατά 50%, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητά τους, επιβεβαιώνουν ό,τι έχει διαφανεί από τα υπόλοιπα μέτρα λιτότητας: ότι αν ορισμένα «προνόμια» του παρελθόντος ήταν ανελαστικά ή ισοπεδωτικά, ακόμη πιο ισοπεδωτική είναι η τωρινή κατάργησή τους. Καθώς μάλιστα δεν επιβάλλονται μόνον «δραχμικές» περικοπές, αλλά και θεσμικές ανατροπές εις βάρος των εργαζομένων, το πλήγμα θα παραταθεί επί μακρόν και μετά την ελπιζόμενη ανάκαμψη. Οι κατακτήσεις που χάνονται θα πάρει χρόνια να αναπληρωθούν, χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων το προϊόν της μελλοντικής ανάπτυξης θα ανισοδιανέμεται υπέρ του κεφαλαίου.

Το ζήτημα των απολύσεων είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Οι περιορισμοί και το ύψος των αποζημιώσεων έχουν, όντως, αποδειχθεί βρόχος για την επιβίωση επιχειρήσεων που αντιμετώπιζαν ανάγκη αναδιάρθρωσης. Τεχνικές εταιρείες, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα, οι οποίες είχαν προσλάβει πλήθος εργαζομένων κατά την προολυμπιακή περίοδο των μεγάλων κατασκευών, βρέθηκαν σε αδιέξοδο στη συνέχεια, καθώς η καθίζηση των δημοσίων έργων προκάλεσε κάθετη πτώση του κύκλου εργασιών τους, η νομοθεσία όμως δεν επέτρεπε να προβούν σε μειώσεις προσωπικού χωρίς δυσβάστακτο κόστος.

Αυτό, όμως, είναι η μία όψη του ζητήματος. Η άλλη εστιάζεται σε εκείνους τους εργοδότες που εκμεταλλεύονται κάθε ίχνος κρίσης, ακόμη και αν δεν τους αγγίζει, για να απολύουν ή να απειλούν με απολύσεις και να πιέζουν το προσωπικό τους να αποδεχθεί καταχρηστικές πρακτικές. Αν στην πρώτη κατηγορία εταιρειών το ανελαστικό θεσμικό πλαίσιο εμπόδιζε την εξυγίανση, από τη δεύτερη ομάδα η χαλάρωση των θεσμών θα «αξιοποιηθεί» για αύξηση των κερδών.

Γιατί, άραγε, τέτοιες επιχειρήσεις, εξ αντικειμένου μη πιεζόμενες, θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να απολύουν με μειωμένη αποζημίωση; Γιατί να δίνεται τέτοιο γενικό νομοθετικό δώρο, ανεξάρτητα από την εταιρική κατάσταση; Η δικαιολογία είναι κατάδηλα νεοσυντηρητική, ευνοϊκή προς κάθε αύξηση των κερδών, με το επιχείρημα ότι έτσι θα αναπτυχθεί η οικονομία και θα δημιουργηθούν περισσότερες, νέες εργασιακές θέσεις, έστω μειωμένης προστασίας. Η εμπειρία δεν το επιβεβαιώνει. Ακόμη και αν οι θέσεις εργασίας τελικά αυξάνονται, μεγάλο μέρος τους είναι πρόσκαιρης ή μερικής απασχόλησης, μειωμένων απολαβών και αυξημένης ανασφάλειας- ώστε η ανισοδιανομή του προϊόντος επιτείνεται.

Με τον νέο φορολογικό νόμο παρέχεται φορολογική έκπτωση σε όσες επιχειρήσεις έχουν μειωμένα κέρδη, αλλά διατηρούν το προσωπικό τους. Χρειάζονται, πιθανότατα, ακόμη ισχυρότερα κίνητρα. Θα έπρεπε, όμως, να προβλεφθεί και το αντίστροφο. Επιχειρήσεις που μειώνουν το προσωπικό τους χωρίς πιεστική αιτία να «τιμωρούνται» φορολογικά- και πάντως να πληρώνουν στους απολυόμενους πλήρη αποζημίωση. Και ακόμη, όσοι επικαλούνται αδήριτο οικονομικό λόγο θα πρέπει να τον στοιχειοθετούν και να τον αποδεικνύουν. Να γίνουν, δηλαδή, αυτές οι απολύσεις αιτιολογημένες- ώστε να ελέγχεται η οικονομική αναγκαιότητά τους και να μη λειτουργούν ως ελεύθερο εργοδοτικό όπλο, όπως συχνά συμβαίνει.