Ποιος θα κάνει τις εξαγωγές που χρειαζόμαστε για να μπει σε τροχιά ανάπτυξης η οικονομία; Ποιος θα υποκαταστήσει τις εισαγωγές στα είδη που μπορούμε να παράγουμε, ώστε να υπάρχουν χρήματα για να εισάγουμε τα υπόλοιπα; Οι επιχειρήσεις, είναι μια πρώτη απάντηση, αυτές που έχουν οργάνωση και τεχνογνωσία. Που έχουν διευθυντές πωλήσεων, τμήματα προσωπικού, τεχνικούς πληροφορικής, στελέχη με μάστερ από καλά πανεπιστήμια. Εχουμε τέτοιες επιχειρήσεις; Βεβαίως. Ποιες είναι; Οι τράπεζες, οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής, η τηλεφωνία, οι μεγάλοι εργολάβοι του δημοσίου. Τι μπορούν να εξάγουν; Τίποτα. Γιατί είναι όλες στους λεγόμενους διεθνώς μη εμπορεύσιμους (non-tradable) κλάδους. Οι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι είναι η γεωργία, η εξόρυξη, η βιομηχανία (αλλά όχι οι κατασκευές), ο τουρισμός, η ναυτιλία, διακίνηση και μεταφορές, τα πνευματικά προϊόντα, το λογισμικό. Μπορεί να είναι και η παιδεία, όταν έρχονται μαθητές και φοιτητές από έξω (ή όταν μένουν εδώ αυτοί θα έφευγαν έξω), η ιατρική όταν έρχονται ασθενείς, και οι υπηρεσίες που παρέχονται από απόσταση. Πόσες μεγάλες επιχειρήσεις έχουμε σε αυτούς τους κλάδους; Ελάχιστες. Στο σύνολο της οικονομίας, οι απασχολούμενοι σε επιχειρήσεις άνω των 250 εργαζομένων δεν ξεπερνούν το 9% του εργατικού δυναμικού- μαζί με τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες. Ούτε οι μισοί από αυτούς δεν είναι σε εμπορεύσιμες δραστηριότητες.

Φτάσαμε στην παράδοξη κατάσταση το εξωτερικό ισοζύγιο, άρα και η ανάπτυξη από εδώ και πέρα, να εξαρτάται από τους μικροεργοδότες και τους αυτοαπασχολούμενους.

Το πλήθος των μικροεπιχειρήσεων είναι μια ακραία ελληνική ιδιομορφία. Καμιά άλλη χώρα του ΟΟΣΑ δεν έχει τόσο μικρή επιχειρηματικότητα. Το οφείλουμε στην ιστορία, που απέτρεψε σε εμάς την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου των δυτικών οικονομιών, στους θεσμούς του σημερινού κράτους, που βοηθούν να επιβιώσει η μικρή ιδιοκτησία και εμποδίζουν τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, αλλά και στη νοοτροπία που μας αποτρέπει από το να συνεργαζόμαστε. (Ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει περισσότερα για το θέμα σε άρθρο μου στο Αthens Review of Βooks, Ιούνιος 2010). Η θεσμική προτίμηση προς τη μικρή κλίμακα είναι πολύ ισχυρή και δεν θα αλλάξει. Μακάρι να δημιουργηθούν περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά μια πολιτική ανάπτυξης δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτή την ελπίδα.

Με τις μικρές μονάδες πρέπει να κάνουμε εξαγωγές και να υποκαταστήσουμε εισαγωγές. Με τους μηχανικούς, γιατρούς, προγραμματιστές, ξενοδόχους, φιλόλογους, μαραγκούς, μάγειρες, καλλιεργητές που ένας- ένας ή δέκα δέκα θα φανταστούν τρόπους για να το κάνουν, και θα δουλεύουν εξήντα ώρες την εβδομάδα για να πετύχουν, όπως πολλοί από αυτούς κάνουν και τώρα.

Για να βοηθήσει το κράτος να συμβούν αυτά, πρέπει να αποδεχτεί η διοίκηση μερικά κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής μικροεπιχειρηματικότητας. Μερικά παραδείγματα:

Στο μικρό μέγεθος κάθε γραφειοκρατική διαδικασία και κάθε περιορισμός έχει δυσανάλογα μεγάλο κόστος. Η μεγάλη μονάδα μπορεί να έχει υπαλλήλους να μαζεύουν υπογραφές, να καταθέτουν έγγραφα, να κυνηγάν τις άδειες. Μπορεί να αξιοποιεί πλήρως έναν χώρο γραφείου ή ένα φορτηγό για τον σκοπό για τον οποίο το αγόρασε. Η μικρή επιχείρηση δεν έχει τέτοιες πολυτέλειες.

Γιατί δεν επιτρέπεται να συστεγάζονται επιχειρήσεις στο ίδιο γραφείο; Γιατί είναι τόσο πολύπλοκος και απαιτητικός ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων; Γιατί υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε φορτηγά ΔΧ και ΙΧ; Γιατί πρέπει κάθε τουριστική ιστοσελίδα να έχει την άδεια του ΚΑΣ για να αναρτήσει φωτογραφίες από τα μνημεία, και να πληρώνει στο ΤΑΠ 280 ευρώ το χρόνο για κάθε εικόνα(ποσό τόσο εξωπραγματικό που υποθέτω ότι δεν έχει εισπραχθεί ποτέ); Οι οικογενειακές και οι προσωπικές επαγγελματικές στρατηγικές στηρίζονται στην πολυέργεια. Η ασφαλιστική νομοθεσία ας την διευκολύνειήδη η ενοποίηση των ταμείων είναι σημαντικό βήμα, αλλά παραμένει η διάκριση ΙΚΑ και ΟΑΕΕ. Οι φορολογικές αρχές αδυνατούν να χειριστούν την πολυέργεια- ας αντικατασταθούν όλες οι επιμέρους απαιτήσεις με έλεγχο εσόδων- εξόδων μέσω ενός τραπεζικού λογαριασμού.

Είναι όμως εφικτό να αποκτήσουμε διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία μικρής κλίμακας; Η «Τρίτη Ιταλία» τα κατάφερε μεταπολεμικά, στηριζόμενη σε δίκτυα συνεργασίας, στην εξειδίκευση, και στον καταμερισμό εργασίας ίσος-προς-ίσον για να εκτελούνται σύνθετες παραγγελίες.

Σε εμάς δεν υπάρχει αντίστοιχη νοοτροπία συνεργασίας. Υπάρχουν όμως άλλα δύο ευνοϊκά στοιχεία: πρώτο, η μεγάλη επένδυση των οικογενειών σε παιδεία, που ξεπερνά ακόμα και τις δυσλειτουργίες του δημοσίου. Και δεύτερο, οι δυνατότητες που δίνει η νέα τεχνολογία για συνεργασίες μικρής κλίμακας με όλη την υφήλιο, για συντονισμό χωρίς ιεραρχίες, για προβολή της ποιότητας χωρίς ακριβό μάρκετινγκ. Μήπως ο θεός της Ελλάδας διαφύλαξε τόσα χρόνια τη μικρή κλίμακα για να μπορέσουμε σήμερα να βρούμε μια δημιουργική θέση στην παγκόσμια οικονομία;

Ο κ. Αρίστος Δ. Δοξιάδης είναι επισκέπτης καθηγητής στη Γουόρικ Μπίζνες Σκουλ.