Το γιατί η κυβέρνηση προβάλλει τόσο πολύ το κυνήγι της φοροδιαφυγής έχει, όπως έχουμε ξαναπεί, προφανή εξήγηση. Οταν κόβεις μισθούς, αυξάνοντας παράλληλα τους έμμεσους φόρους στην κατανάλωση, η δε κοινή γνώμη έχει συνηθίσει να αξιώνει κάποιο εξιλαστήριο θύμα, το προφανές πολιτικό αντιστάθμισμα είναι να δώσεις «αίμα» στον λαό, ενόχους- και άλλοθι- για το συνολικό κατάντημα.

Αν, όμως, θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε τι σημαίνουν φόροι και φοροδιαφυγή, είναι μάλλον χρήσιμο να αφήσουμε τους μεγαλογιατρούς- ξένους προς τον μέσο από μας, τόσο κατά το εισόδημα όσο και κατά την εκπαίδευση-και να στραφούμε στην αγορά ακινήτων. Μακράν προσφορότερη ως παράδειγμα η τελευταία, μια που οι περισσότεροι δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκρύψουμε έσοδα, έχουμε όμως αγοράσει σπίτι. Τι κάνουμε, λοιπόν, κατά την αγορά αυτή; Μήπως επιμένουμε να αναγραφεί στο συμβόλαιο η αληθινή αγοραία αξία ή, αντίθετα, δηλώνουμε μόνο τη χαμηλότερη αντικειμενική και μάλιστα ούτε καν στρογγυλοποιημένη (όπως, π.χ., 94.278,12 ευρώ);

Τι μας λέει αυτό; Πρώτον, το ποιοι φοροδιαφεύγουν. Η απάντηση δεν είναι «οι μεγαλογιατροί». Είναι όλοι όσοι και όποτε μπορούν. Το δεύτερο που μας λέει είναι η αιτία. Γιατί γίνεται αυτό; Επειδή ο φόρος αποτελεί αφαίρεση («κατάσχεση» τη λένε κάποιοι οικονομολόγοι) πλούτου, άρα σωρευμένου κόπου μας. Τι θα συνέβαινε, αν δηλώναμε την αγοραία αξία, αντί για την αντικειμενική; Θα παίρναμε μικρότερο διαμέρισμα ή δεν θα παίρναμε καθόλου, μια που δεν θέλαμε δυάρι, αλλά κάτι επαρκές να στεγάσουμε την οικογένειά μας.

Και τι θα γίνονταν τα λεφτά αυτά, εξαιτίας της απώλειας των οποίων θα περιοριζόμασταν στο δυάρι; Αν μεταφράζονταν σε καλά σχολεία και νοσοκομεία, δεν θα είχαμε ίσως αντεπιχείρημα. Αν, όμως, όπως συμβαίνει, γίνονταν έργα στο δεκαπλάσιο του κόστους τους, για να πλουτίζουν κάποιοι εργολήπτες και πολιτικοί φίλοι τους, ή χρηματοδοτούσαν τον τριπλασιασμό των υπαλλήλων της Βουλής εντός δεκαετίας, τότε η επιβάρυνση του φόρου θα μας γινόταν αισθητή ως θυσία με αμφίβολο όφελος- και θα χαρακτηρίζαμε ίσως παρα οικονομία, ήτοι παρασιτική δραστηριότητα, όχι την αποφυγή των φόρων αλλά την πληρωμή τους για να χρηματοδοτούν κηφήνες.

Και αυτό δεν συνιστά μόνο ηθικό επιχείρημα, αλλά γνήσια οικονομική παρατήρηση. Η φορολογία αφαιρεί πόρους από ανθρώπους που κοπιάζουν και σε αρκετές περιπτώσεις αυξάνει τόσο το κόστος μιας συναλλαγής, ώστε να την καθιστά ασύμφορη. Πρέπει, άρα, να έχουμε συνείδηση τού πόσο οι φόροι παρεμποδίζουν ενίοτε την οικονομία αλλά και του πού διατίθεται το προϊόν τους-σε παραγωγικά έργα ή σε αντιπαραγωγικές σπατάλες. Καθώς στην Ελλάδα συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό το τελευταίο, από την κυβέρνηση δεν περιμένουμε τόσο λίστες με γιατρούς που δεν είχαν συμπληρώσει το βιβλίο ασθενών όσο παράθεση των αντιπαραγωγικών δαπανών που εκλογίκευσε (πέρα από τις ισοπεδωτικές μειώσεις μισθών). Και σε αυτό το μέτωπο δεν φαίνεται να γίνεται τίποτε.