Η μέθοδος είναι συνηθισμένη, δοκιμασμένηκαι συνεπώς πολύ γνωστή: όταν κάποιος δεν έχει τίποτα να πει, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσει, συνοδεύει το τίποτα που λέει με το επίθετο νέος,-α,-ο: έτσι, για παράδειγμα,

μια αρχή είναι πάντα νέα, όταν ακριβώς τίποτα καινούργιο δεν τη χαρακτηρίζει. Ενα φορολογικό σύστημα πρέπει να είναι νέο, γιατί εξακολουθεί να πλήττει όσους είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους, ενώ αφήνει ανενόχλητους τους άλλους. Ακόμη, δεν μπορεί παρά να είναι νέος ο τρόπος διακυβέρνησης που συνεχίζει να είναι ο ίδιος με τον παλιό. Στις κτηνώδεις συνθήκες που μας καταδίκασαν να ζούμε σήμερα οι πολιτικοί, οι οποίοι μοιάζουν με τυφλά κουτάβια, τα οποία με τις φωνούλες τους προσπαθούν να πείσουν ότι θα βάλουν τάξη στο θηριοτροφείο των αγορών, βαβίζουν συνεχώς το νέο που έχουν να προτείνουν. Αν τους ρωτήσεις τι είναι οι περίφημες αγορές, πώς εξελίχτηκαν στο θηρίο με τα σιδερένια δόντια που κατασπαράσσει τους ανθρώπους, βυθίζοντάς τους στην απελπισία και τη βία, τους δημιουργείς την απορία με την οποία θα σε κοιτάξει ένας μεγάλος θεολόγος, αν του ζητήσεις να σου εξηγήσει με απλά λόγια το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.

Στην προοπτική αυτή οι απαισιόδοξοι πρέπει να ηρέμησαν όταν άκουσαν τον πρωθυπουργό, έναν από τους ενθουσιώδεις οπαδούς των νεωτερισμών, να χρησιμοποιεί την έκφραση νέος πατριωτισμός: θα ήταν, υπέθεσαν, ο ίδιος με τον κλασικό που διδαχτήκαμε ήδη στο δημοτικό. Ισως μάλιστα αυτός είναι ο λόγος που ο αρχηγός δεν μπήκε στον κόπο να υποστηρίξει την έκφρασή του με κάποιο, στοιχειώδες έστω, περιεχόμενο, μια και όλοι, σκέφτηκε, θα καταλάβουν αυτό που εννοώ. Το τίποτα, πράγματι, δεν χρειάζεται ιδιαίτερο πνευματικό μόχθο- εκτός αν πρόκειται για τις δαιδαλώδεις διαδρομές της οντολογίας. Στον τρέχοντα πολιτικό λόγο, που τα πράγματα είναι πιο χειροπιαστά, η σύνθετη τιποτολογία είναι αρκετή. Εκτός εάν η νέα, εισαγώγιμη αντίληψη για τη δημοκρατία, προσφέρει στον καθένα τη δυνατότητα να δώσει το περιεχόμενο που ο ίδιος επιθυμεί στα λόγια που ακούει, γιατί μία από τις σημαντικότερες ιδιότητες του τίποτα είναι ακριβώς η πλουμιστή ποικιλία που εδράζεται στο εσωτερικό του.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ενδέχεται τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Μπορεί η έκφραση νέος πατριωτισμός να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο θα γίνει εύκολα κατανοητό με τη χρήση απλών παραδειγμάτων, όπως είναι η περίπτωση των δικαστικών. Καθώς μπορούμε να το πληροφορηθούμε όλοι από «Το Βήμα» της 4ης Μαΐου του τρέχοντος έτους, «οι δικαστικοί παραμένουν η μοναδική επαγγελματική τάξη που δεν πλήττεται από τα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης, ακόμη και έπειτα από τις ανακοινώσεις ακραίων αποφάσεων εις βάρος μεγάλων κοινωνικών ομάδων». Πράγματι θα τους καταβληθούν προαποφασισμένα αναδρομικά της τάξεως των 265 εκατομμυρίων ευρώ. Επιτέλους, μια τάξη επαγγελματιών που βγαίνει κερδισμένη από την κρίση, ύστερα από τη συνεργασία των δύο επαναστατημένων πολιτικών, του κ. Χ. Καστανίδη, υπουργού της Δικαιοσύνης, και του κ. Φ. Σαχινίδη, υφυπουργού των Οικονομικών, οι οποίοι, προφανώς αψηφώντας τους κινδύνους, δημιούργησαν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στην ολομέτωπη επίθεση που δέχεται η χώρα, τόσο από την Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ενωμένο, δυνατό και επαναστατικό, το νέο ΠαΣοΚ είναι εδώ, ίδιο με το παλιό, πάντα πρωταγωνιστής στους κοινωνικούς αγώνες, με στόχο την εξάρθρωση του κατεστημένου, τόσο ντόπιου όσο και ξένου.

Αλλά όπως συμβαίνει με κάθε επαναστατική πράξη, η απόφαση των υπουργών βρίσκεται πολιορκημένη από παγίδες και βαδίζει σε ναρκοθετημένη περιοχή. Αν, όπως όλα τα κυβερνητικά στελέχη το φωνάζουν, εξαντλώντας τη δύναμη των φωνητικών τους χορδών, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κρίση όλοι μαζί, θυσιάζοντας όλοι από κάτι στον βωμό της σωτηρίας της πατρίδας, μήπως η εξαίρεση των δικαστικών από την εθνική θυσία οδηγήσει στον αποκλεισμό τους από τον εθνικό κορμό; Σκέφτηκαν οι ενεχόμενοι υπουργοί τους κινδύνους αυτού του ενδεχόμενου; Υπολόγισαν τις νόμιμες αντιδράσεις των δικαστικών μπροστά στην κατάφωρη αδικία την οποία υφίστανται ως κλάδος από την επαναστατική αλλά τελικά ίσως αλόγιστη υπουργική απόφαση;

Γνωρίζουμε όλοι πόσο δύσκολο είναι να θέσει κανείς φραγμούς στην επαναστατική όρεξη ενός υπουργού, όταν μάλιστα αυτός έχει το μέγεθος ενός Καστανίδη. Μήπως όμως εδώ πρέπει να παρέμβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός συγκρατώντας την ορμή του υπουργού του; Αν ο νέος πατριωτισμός συνεπάγεται τον αποκλεισμό σημαντικών κοινωνικών ομάδων από τη συλλογική προσπάθεια σωτηρίας της πατρίδας, τι θα συμβεί αν οι ομάδες αυτές αντιδράσουν; Βεβαίως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους δικαστικούς- κυρίως τους καταπονημένους συνταξιούχους- να καταφεύγουν σε βίαιες εκδηλώσεις, καταστρέφο- ντας στο πέρασμά τους τις περιουσίες όλων όσοι συμμετέχουν στην πατριωτική θυσία. Αν όμως οι δικαστικοί αποφασίσουν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη, τότε, με δεδομένο τον γνωστό σε όλους αδέκαστο χαρακτήρα της τελευταίας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα δικαιωθούν· μία ακόμη επαναστατική απόφαση θα έχει καταργηθεί, ένας ακόμη επαναστάτης υπουργός θα έχει αναγκαστεί σε υποχώρηση, μία ακόμη ακτίδα φωτός θα έχει σβήσει. Θα το αντέξουμε;

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.