Τα γεγονότα που ζούμε τους τελευταίους μήνες με αφορμή τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της ευρωζώνης δείχνουν ότι η σημερινή οικονομική κρίση είναι πρωτίστως πολιτική και συνιστά το σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος, αυτού των αντιφάσεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η κρίση αυτή αποκαλύπτει τρεις αλήθειες και ένα ψέμα, που συνιστούν και τα βασικά ερωτήματα τα οποία θα πρέπει να απαντηθούν για το μέλλον της Ευρώπης.

Η πρώτη αλήθεια είναι ότι η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Η έλλειψη αλληλεγγύης στην ευρωζώνη είναι δομική και θεμελιώνεται με τους κανόνες που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας με την περίφημη ρήτρα της μη διάσωσης ή ρήτρα του ο καθένας για τον εαυτό του. Η επιλογή αυτή ευνοεί αφενός τις μη συνεργασιακές στρατηγικές των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης και αφετέρου ανοίγει, όπως το είδαμε, ένα ευρύ φάσμα κερδοσκοπικών συμπεριφορών στις χρηματαγορές. Ωστόσο σε μια νομισματική ένωση η έννοια της αλληλεγγύης είναι στενά συνδεδεμένη με εκείνες της ενιαίας αγοράς και του ενιαίου νομίσματος. Οταν λοιπόν αρνούμαστε την αλληλεγγύη στην ευρωζώνη, δεν είμαστε πολύ μακριά από το να αδιαφορούμε και για τη χρησιμότητα της ενιαίας αγοράς και του ευρώ.

Η δεύτερη αλήθεια είναι αυτή της έλλειψης συλλογικής οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης, η οποία υποχρεώνει τα μέλη της να βρίσκονται σε μια συνεχή διαπραγμάτευση. Αυτό δείχνει ότι η Ευρώπη δεν διοικείται διότι καθυστερεί να αποφασίσει, παγιδευμένη είτε από τους κανόνες τού ΣΣ είτε από τους πολιτικούς κύκλους και τον οικονομικό εθνικισμό των μελών της. Ετσι το πακέτο στήριξης της Ελλάδας ήρθε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, κάτι που επιδείνωσε την κατάσταση κινδύνου στην οποία περιήλθε η ελληνική οικονομία και γενικότερα η ζώνη του ευρώ. Αν δεν υπήρχε δισταγμός για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, δεν θα υπήρχε σε καμία περίπτωση κρίση. Το δημοκρατικό έλλειμμα και το έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας (κυβερνούν οι τεχνοκράτες) οδήγησαν την Ευρώπη στο να χάσει την ευκαιρία να θέσει υπό κάποιον έλεγχο τις χρηματαγορές εκχωρώντας τους κατά κάποιον τρόπο την αποστολή διαιτησίας και κύρωσης των «αδύναμων κρίκων» της. Θα υπάρχει πάντοτε στην επικράτεια μιας χώρας, όπως και σε κάθε οικογένεια, ένας αδύναμος κρίκος. Το να εξαλειφθεί ένας «αδύναμος κρίκος» δεν αποτελεί επιλογή, όπως πιστεύουν ορισμένοι, θα ήταν αντίθετα το προοίμιο της καταστροφής της ευρωζώνης.

Η τρίτη αλήθεια είναι η προσφυγή της ευρωζώνης (και όχι της Ελλάδας) στο ΔΝΤ. Η προσφυγή αυτή δεν έχει κανένα νόημα στον βαθμό που ο θεσμός αυτός έχει δημιουργηθεί για παρεμβάσεις σε αναπτυσσόμενες οικονομίες με έντονα προβλήματα. Η Ευρώπη συνιστά τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο όσον αφορά το ΑΕΠ και την πιο «ενάρετη» ζώνη από δημοσιονομική άποψη. Το έλλειμμά της σε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ είναι 6,9 και το δημόσιο χρέος της 84 (για τις ΗΠΑ είναι 10,7 και 92 και για την Ιαπωνία 8,2 και 197). Η προσφυγή στο ΔΝΤ δεν εκφράζει παρά μόνο την έλλειψη της κυριαρχίας της ΕΕ στη ζώνη του ευρώ. Το σχέδιο παρέμβασης στην ελληνική οικονομία δείχνει ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να διευθετεί τις υποθέσεις της από μόνη της και αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ως ενιαία οικονομία. Αυτό μας αποκαλύπτει ότι η Ευρώπη, ενώ είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, συμπεριφέρεται σαν μια μικρή και φτωχή οικονομία.

Το μεγάλο «ψέμα», τέλος, ρίσκεται στον προδιαγραφόμενο μηχανισμό προσαρμογής για την επιστροφή στην κατάσταση ισορροπίας. Δεν είναι βεβαίως γραμμένος στις συνθήκες αλλά συνεπάγεται λογικά από τις θεμελιώδεις πράξεις οικοδόμησης της ΕΕ. Η προσαρμογή θα επιτευχθεί μέσω του αποπληθωρισμού, όπως στην Ελλάδα. Δηλαδή, η μείωση των μισθών και τιμών και η δημοσιονομική λιτότητα σε συνδυασμό με την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού (χαμηλή εν τούτοις στην Ευρώπη λόγω γλωσσικών και πολιτισμικών εμποδίων), όπως το προβλέπει η θεμελιακή θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών, υποτίθεται θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και θα επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης των χωρών της ευρωζώνης. Αντίθετα, μια τέτοια στρατηγική, όντας μη συνεργασιακή, θα οδηγήσει σε μια βαθιά ύφεση στις χώρες της ευρωζώνης. Οι αλυσιδωτές μεταδόσεις των αρνητικών επιπτώσεών της από τη μία χώρα στην άλλη θα εντείνουν τις ασυμμετρίες της ευρωζώνης και θα μετατρέψουν την Ευρώπη σε ουραγό της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Αν η ευρωζώνη δεν προτίθεται να θεραπεύσει αυτές τις «παιδικές ασθένειές» της λόγω της υπερβολής των δογματικών πεποιθήσεών της για να μπορέσει να ενηλικιωθεί, τότε φοβάμαι ότι οι ημέρες του ευρώ θα είναι μετρημένες.

Ο κ. Μωυσής Γ. Σιδηρόπουλος είναι καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.