Η ΟΝΕ είναι αναμφισβήτητα ο δυναμικός πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το πώς οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και κυρίως αυτές της Γερμανίας και της Γαλλίας θα αντιμετωπίσουν όχι μόνο το πρόβλημα της διάσωσης του ευρώ αλλά και το πρόβλημα της σύγκλισης και της κοινωνικής συνοχής μεταξύ των κρατών-μελών της νομισματικής ένωσης. Βορράς- Νότος
Οπως είναι γνωστό οι χώρες του Νότου άρχισαν την ανάπτυξή τους πολύ πιο αργά και ακολούθησαν μια πολιτικοοικονομική τροχιά που είχε και εξακολουθεί να έχει έντονα χαρακτηριστικά «υπανάπτυξης»: αυταρχική, πληθωρική και βαθιά αντιαναπτυξιακή κρατική μηχανή, πελατειακά κόμματα, συντεχνιακή νοοτροπία, τεράστιος αριθμός επιχειρήσεων με χαμηλή παραγωγικότητα, κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες και καχεκτική κοινωνία πολιτών. Με την ένταξή τους στην ΟΝΕ υπήρχε η ελπίδα πως σταδιακά οι διαφορές μεταξύ χωρών του Νότου και του Βορρά εντός της ΟΝΕ θα αμβλύνονταν- και μέσω των μηχανισμών της αγοράς και μέσω των διαφόρων προγραμμάτων οικονομικής στήριξης. Το σύστημα δούλεψε σε έναν βαθμό όσο η παγκόσμια οικονομική συγκυρία ήταν θετική. Λέω «σε έναν βαθμό» γιατί η πολυδιαφημισμένη σύγκλιση ήταν επιφανειακή. Η ψαλίδα έκλεινε σε ό,τι αφορά διάφορους ποσοτικούς δείκτες, αλλά δεν έκλεινε στον χώρο των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών δομών. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου πριν από την κρίση ευημερούσαν μεν, αλλά παρέμεναν δομικά υπανάπτυκτες. Η οικονομική κρίση
Αυτή η αδυναμία φάνηκε ξεκάθαρα με το ξέσπασμα της κρίσης. Η χαμηλή παραγωγικότητα και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου οδήγησαν στη ραγδαία επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών, στη μέσω των αγορών μεταφορά πόρων από τις μη ανταγωνιστικές στις ανταγωνιστικές οικονομίες και στην αυξανόμενη υπερχρέωση των πρώτων. Και βέβαια αυτή η καθοριστική ανισορροπία δεν ήταν δυνατό να υπερκεραστεί σε μια Ευρώπη που λειτουργεί σαν μια τεράστια αγορά, χωρίς ισχυρούς μηχανισμούς οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης. Γιατί αντίθετα με τη νεοφιλελεύθερη άποψη, η οικονομική συνεργασία μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών, όταν δεν υπάρχουν παρεμβατικές διορθωτικές πολιτικές, τείνει να ωφελεί τις πρώτες και να περιθωριοποιεί τις δεύτερες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως όσο καλυτερεύει το ισοζύγιο πληρωμών των πιο ανεπτυγμένων χωρών τόσο χειροτερεύει αυτό των νοτιο-ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε αυτή τη δομική τάση δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή αποτελεσματικοί διορθωτικοί μηχανισμοί, δεν υπάρχουν σοβαρά αντίβαρα. Ή, συγκεκριμένα, το μόνο αντίβαρο ήταν η οικονομική βοήθεια που ο Νότος έπαιρνε από τον Βορρά και που τον χρησιμοποιούσε λιγότερο για τον εκσυγχρονισμό των δομών και περισσότερο για τον γρήγορο πλουτισμό ομάδων με πελατειακές διασυνδέσεις. Η υπερχρέωση
Αυτό το δυαδικό μοντέλο ανάπτυξης- υπανάπτυξης στο εσωτερικό της ΟΝΕ δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί επ΄ άπειρον. Οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο. Το αδιέξοδο πήρε τη μορφή της υπερχρέωσης. Με δεδομένη την αδυναμία υποτίμησης του νομίσματος και χωρίς αποτελεσματική και ταχεία στήριξη εκ μέρους των δυνατών οικονομιών, η υπερχρέωση οδηγούσε λίγο- πολύ αυτόματα στην πτώχευση.

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που βρέθηκε σε αυτή τη δύσκολη θέση. Εγινε όμως στη συνέχεια φανερό πως και οι υπόλοιπες οικονομίες του Νότου θα ακολουθούσαν την τύχη της χώρας μας. Η κυρία Μέρκελ, η κεντρική παίκτρια σε αυτή τη συγκυρία, αντέδρασε αρχικά κατά εθνοκεντρικό, μικροκομματικό, μυωπικό τρόπο. Τελικά φάνηκε πως ο «βασιλιάς ήταν γυμνός». Πως η σιδηρά καγκελάριος είχε λιγότερο τη διορατικότητα ενός Ντελόρ ή Χέλμουτ Κολ και περισσότερο τη μικρόνοια της νοικοκυράς που δεν βλέπει τίποτα πέρα από το πουγκί της. Τελικά, βέβαια, οι πιέσεις των εταίρων της και η ραγδαία εξελισσόμενη οικονομική κρίση την υποχρέωσαν να δεχθεί με μισή καρδιά την οικονομική στήριξη της χώρας μας με αντάλλαγμα την επιβολή, μέσω του ΔΝΤ, δρακόντειων μέτρων. Στη συνέχεια, όταν φάνηκε πια καθαρά πως η Πορτογαλία και η Ισπανία θα ακολουθούσαν μάλλον την ελληνική τροχιά, έκανε στροφή 180 μοιρών και κατάλαβε επιτέλους πως χρειαζόταν άμεσα η δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης κάθε υπερχρεωμένης χώρας της ευρωζώνης.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη LSΕ.