Στη ζωή τα κίνητρα και οι επιδιώξεις του καθενός διαποτίζουν τις πράξεις του- και άρα αποτελούν κρίσιμη παράμετρο για την ερμηνεία τους. Ενδέχεται, λόγου χάριν, η κυρία Μπακογιάννη να επέλεξε το «ναι» στην κοινοβουλευτική ψηφοφορία της περασμένης Πέμπτης για να προκαλέσει τη διαγραφή της με μια διαφωνία σε θέμα εθνικής σημασίας ή ο ΛΑΟΣ να υπερψήφισε με την ελπίδα ότι η σοβαρότητα θα αυξήσει τους ψηφοφόρους του.

Προτού όμως φτάσει κανείς στα ενδεχόμενα κίνητρα, καλό είναι να σχολιάζει την ίδια την πράξη- μήπως, όποιες άδηλες προθέσεις και αν τη διατρέχουν, η ίδια η πράξη παραμένει υπεύθυνη. Δεν απορρίπτουμε ό,τι σωστό κάνει κάποιος, μόνο και μόνο επειδή αισθανόμαστε ότι στην επιλογή του συνυπολόγισε το συμφέρον του.

Στην ψηφοφορία της περασμένης Πέμπτης λοιπόν, οι περιστάσεις ήταν δεδομένες. Οι ευθύνες Καραμανλή για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, τα σφάλματα της κυβέρνησης Παπανδρέου στη διαχείριση του δανεισμού, η πολιτική μυωπία της καγκελαρίου Μέρκελ που αποθράσυνε τους κερδοσκόπους, όλα αυτά δεν άλλαζαν το κρίσιμο για τη Βουλή δίλημμα: υπερψήφιση της συμφωνίας ή παύση πληρωμών. Τα μέτρα ήταν ισοπεδωτικά και άδικα, άλλη οδός όμως δεν διαφαινόταν- ούτε υπήρχε χρόνος να αναζητηθεί. Απέναντι σε αυτό το δίλημμα η Αριστερά είχε ήδη τοποθετηθεί διά της υπεκφυγής, προκρίνοντας την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους χωρίς να εξηγεί στους πολίτες ότι αυτό σημαίνει πτώχευση και ότι η πτώχευση είθισται να έχει οδυνηρά επακόλουθα, τα οποία το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησαν να αντιπαρέλθουν.

Συνθηματολογική πολιτική βέβαια, αλλά κανείς δεν περίμενε το αντίθετο. Το περίμενε αντίθετα από τη Νέα Δημοκρατία. Οχι επειδή η παράταξη βαρύνεται με την κύρια ευθύνη για το κατάντημα, όσο επειδή επιχειρεί να οικοδομήσει προφίλ υπευθυνότητας ακόμη και στα δύσκολα. Αντί για κάτι τέτοιο, η ΝΔ ισχυρίστηκε ότι τάσσεται υπέρ του δανεισμού μας από τον μηχανισμό στήριξης, αλλά εναντίον των… όρων του, πράγμα προσχηματικό- όταν μάλιστα την ίδια ώρα οι ομοϊδεάτες της βουλευτές ανά την Ευρώπη καλούνταν να ψηφίσουν την ενίσχυση της Ελλάδας.

Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να εξωθείται στη θέση του απολογητή της κυβέρνησης. Τότε όμως αναλαμβάνει και την ευθύνη της άρνησής της. Ενώ η ΝΔ φρόντισε να υποστηρίξει ότι δεν χρειάζονταν 180 ψήφοι για την υπερψήφιση της συμφωνίας, ώστε να απελευθερωθεί από την πίεση να συμβάλει στην αναγκαία πλειοψηφία- και, ελεύθερη πλέον, ψήφισε «όχι» με την άνεση ότι είχε προεξοφληθεί το «ναι». Το ίδιο εν πολλοίς έπραξαν οι διαφωνήσαντες του ΠαΣοΚ – ήταν και αυτοί βέβαιοι ότι η ψήφος τους δεν θα προκαλούσε την πτώχευση.

Με τις ανατροπές που φέρνει ο πολιτικός χρόνος, όλα αυτά θα ξεχαστούν. Στο καθημερινό σημειωματάριο της πολιτικής όμως γράφτηκε μία ακόμη σελιδούλα περιορισμένης ευθύνης (ο κ. Σημίτης θα έλεγε «τζάμπα μαγκιάς»). Οχι από τον ΛΑΟΣ, ούτε από την Ντόρα.