Ο ορισμός συνόρων, όπως όλοι το γνωρίζουμε, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα: προκαλεί πολέμους, ταραχές, μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ενώ τις περισσότερες φορές αφήνει πίσω του δυσαρεστημένους και ανικανοποίητους ανθρώπους, που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να πάρουν την εκδίκησή τους. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως έχουν τεθεί κανόνες, τους οποίους φρουρούν τα όπλα, και η παραβίασή τους προκαλεί τη νόμιμη αντίδραση που μπορεί να είναι και η τιμωρία. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον καθορισμό των ορίων: εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα, τείνουν στο ακατόρθωτο και οι προσπάθειες λυγίζουν υπό το βάρος του μάταιου και του ανέφικτου.

Δεν είναι και τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους της αποτυχίας. Χαράσσοντας τα σύνορά τους, τα κράτη φροντίζουν με μεγάλη επιμέλεια να εξασφαλίσουν μια ουδέτερη ζώνη ανάμεσά τους, ένα no mans land, μια περιοχή που δεν ανήκει σε κανέναν και στην οποία δεν υπάρχουν άνθρωποι. Ακριβώς μια νεκρή ζώνη, η οποία όμως επιτρέπει τη ζωή των κρατών. Γιατί εάν οι επικράτειες χωρίζονταν μόνο από τη γραμμή των συνόρων, τότε ο πόλεμος δεν θα σταματούσε ποτέ, καθώς οι αντίπαλοι θα διεκδικούσαν, ο καθένας για τον εαυτό του, την ίδια τη γραμμή. Είναι προφανές ότι η ευκολία αυτή απουσιάζει, όταν αποφασίσει κάποιος να χαράξει όρια. Γιατί τότε έχει να κάνει με το πλήθος των ανθρώπων, τις ενέργειές τους και τα πάθη τους, τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες τους, τις αρετές και τις κακίες τους, τις δεξιότητες και τις αδεξιότητές τους, την καλοσύνη και τις κακίες τους. Ποιος και πώς θα καθορίσει τώρα τα όρια;

Ισως δεν θα ήταν άστοχο να υποθέσουμε πως όταν ένας πολιτισμός βρίσκεται σε σταθερή ενεργητική πορεία, όταν τα βήματά του αφήνουν βαρύ το ίχνος τους στη γη, διαθέτει τους μηχανισμούς εκείνους που επιτρέπουν την αυτορρύθμιση των ορίων στο εσωτερικό του. Τα αυτορρυθμιζόμενα όρια επιβάλλουν τις επιταγές τους στο σύνολο, ενώ οι δυσλειτουργίες, στον βαθμό που δεν απορρυθμίζουν τη λειτουργική συνοχή, μπορούν να γίνουν αποδεκτές με απορία, έκπληξη ή και χιούμορ ακόμη. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο αδελφός του Πρωθυπουργού δηλώνει επισήμως πως «Ακόμη και τούμπες είμαι πρόθυμος να κάνω προκειμένου να βοηθήσω την πατρίδα μου», σε άλλες εποχές θα μπορούσε να θεωρηθεί δείγμα ποιητικού οίστρου ενός ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη σε αναζήτηση κοινού. Γιατί, σήμερα, πρέπει να αποτελέσει απόδειξη πατριωτικής αυτοθυσίας; Πού βρίσκονται,

Τhomas Rowlandson, «Η Σουζάνα και οι γέροι», π. 1812

επί του προκειμένου, τα όρια μεταξύ τελειότητας, ατέλειας, πολυτέλειας και ευτέλειας; Μόλις αυτές και άλλες παρόμοιες ερωτήσεις κατακλύσουν τον πνευματικό ορίζοντα μιας κοινωνίας και τον μαυρίσουν, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η κοινωνία αυτή είναι ανίκανη να ρυθμίσει η ίδια τα όρια στο εσωτερικό της. Ή, με άλλα, επικίνδυνα λόγια, η ρύθμιση των ορίων γίνεται υποκειμενική υπόθεση, όπου ο καθένας, ανάλογα με την κοινωνική, οικονομική και κοινωνική του ισχύ, μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του ρυθμιστή.

Οι εποχές στις οποίες ο ρυθμός μιας κοινωνίας επαφίεται, κατά κάποιον τρόπο, στην ιδιωτική πρωτοβουλία, έχουν συνήθως ολέθρια αποτελέσματα στη ζωή μας. Δημιουργούν συμπαγείς εγωισμούς, ανθρώπους που θεωρούν εαυτούς μοναδικούς και απολύτως ικανούς να κυβερνήσουν, ανθρώπους που θεωρούν τους θεσμούς παιχνίδια για προσωπική απόλαυση και την ιστορία μιας χώρας, όπως και το παρόν της, πεδίο για την ατομική τους άσκηση σε σπορ ανοιχτού ή κλειστού χώρου. Στην προοπτική αυτή δεν είναι καθόλου παράξενο πώς ο αυτοδίαιτος εγωισμός απλώνει τα πλοκάμια του και παγιδεύει όλο και περισσότερους. Δεν υπάρχει συγγραφέας που να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από τον Τολστόι, ηθοποιός του οποίου κάθε παράσταση να μην αποτελεί κατάθεση ψυχής: η χώρα γίνεται ένα απέραντο εργαστήρι σπάνιων ταλέντων, καλού γούστου και πνευματικών απολαύσεων.

Σε ένα από τα νεανικά του κείμενα, το οποίο όμως δημοσιεύτηκε μόλις το 1954, ο Προυστ αναλύει το έργο του μεγάλου ζωγράφου Chardin και θαυμάζει την τεχνική με την οποία ο τελευταίος καταφέρνει να καταστήσει αντικείμενο της τέχνης το καθημερινό, το τετριμμένο, το ευτελές. Εκεί που οι περισσότεροι αισθανόμαστε πνιγμένοι ανάμεσα στα χρηστικά αντικείμενα, απογοητευμένοι από την κοινοτοπία των πραγμάτων και της τρέχουσας ζωής, εξουθενωμένοι από τη βαριά λιτανεία του κακόγουστου περιβάλλοντος και τη βεβαιότητα των ανάγωγων συμπεριφορών, ο Chardin, με κάτι σαν μαγική κίνηση, δίνει σχήμα σε αυτό που μας φαίνεται άσχημο, λάμψη σε αυτό που μας φαίνεται θαμπό, ζωή στο άψυχο και ελπίδα στον απελπισμένο. Ας πούμε ότι στις μέρες μας, υπερβαίνοντας τα όρια του ευτελούς, ζούμε την αντίστροφη τεχνική: νεκρώνουμε το ζωντανό, πνίγουμε το ωραίο και πασπαλίζουμε με χρυσόσκονη το φτηνό. Είναι κι αυτό κάποιου είδους τέχνη.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.