Ας αρχίσουμε από την κυριολεξία: το ευτελές ως καταναλωτικό προϊόν είναι ταυτισμένο με την κακή ποιότητα, τον πρόχειρο σχεδιασμό, τη γρήγορη φθορά, την εφήμερη διάρκειά του. Απέναντι σε όλα αυτά τα μειονεκτήματα έχει το προσόν να είναι αναλώσιμο μέχρι σκληρότητας από τους χρήστες του. Το πετάς χωρίς δεύτερη σκέψη, όποτε να ΄ναι, για να το αντικαταστήσεις.

Το ευτελές ως αξιακή έννοια γούστου και πολιτιστικής βυθομέτρησης έχει ανάλογα χαρακτηριστικά, ενώ στα προσόντα του μπορεί να προσθέσει κανείς ότι είναι ανοιχτό στους πάντες, αφού δεν προϋποθέτει καλλιέργεια, εξοικείωση, παιδεία, καμιά προσπάθεια για οτιδήποτε, επομένως δεν απαιτεί τίποτε από κανέναν.

Το ευτελές υπήρχε ανέκαθεν, ασφαλώς όμως η παρουσία του αυξήθηκε κατακόρυφα στη βιομηχανική εποχή, όταν για πρώτη φορά στην Ιστορία, αυτά που πετούσε ο άνθρωπος έγιναν περισσότερα από εκείνα που κρατούσε. Δύο κρίσιμες διαφοροποιήσεις διακρίνουν το ευτελές της εποχής μας από εκείνο του παρελθόντος. Καμιά δεν είναι ποιοτική- αναφέρονται στους όρους υποδοχής του: 1. Η νομιμοποίησή του από μερίδα θεωρητικών του μεταμοντέρνου. Για αυτούς το ευτελές είναι μία από τις εκφράσεις της ώσμωσης τέχνης και ζωής σε ένα, υπερ-αισθητικό πεδίο απολύτως ελεύθερο από αξιακές αναστολές. 2. Η ασυγκρίτως μεγαλύτερη εμβέλεια των μέσων διάδοσής του και η υιοθέτησή του για το καταθλιπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των προγραμμάτων της από την τηλεόραση, και, σε μικρότερο βαθμό, από τον Τύπο και το Διαδίκτυο.

Θα ήταν ίσως εύλογο να θεωρήσει κανείς την αύξηση της παρουσίας του ευτελούς, ιδίως σε περιόδους κρίσης, αναμενόμενη, αν δεχόταν αυτή τη στροφή ως παραδοσιακή συνταγή της πολιτικής επιστήμης που επιτάσσει «άρτον και θεάματα». Με κρίση όμως ή χωρίς αυτήν, το ευτελές, όπως και το κακόγουστο, πάντοτε υπήρχε. Ωστόσο δεν έχουμε καμιά ένδειξη ότι πήρε ή μπορεί να πάρει τη θέση του καλόγουστου. Το ευτελές ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τον χώρο του τιμαλφούς. Επειδή ζωτικός χώρος του ευτελούς είναι το κενό. Αλλά καταλαμβάνει το κενό χωρίς να το μετατρέπει σε πλήρες. Είναι όμως εξόχως τοξικό επειδή αποπροσανατολίζει, αποκοιμίζει, χαλαρώνει κάθε συνείδηση της ουσίας των πραγμάτων.

Η ιδιωτική τηλεόραση, ως μηχανισμός με επιχειρηματικό στόχο το κέρδος από τη διαφήμιση, όχι μόνο επέλεξε το ευτελές ως εμβληματική της αισθητική αλλά το άπλωσε και στον χώρο της κρατικής, όπως στην περίπτωση της Γιουροβίζιον, μιας συνολικής αποθέωσης του ευτελούς που απορροφά ιλιγγιώδη ποσά ονοματισμένων φόρων.

Αλλά ο τηλεοπτικός υπόκοσμος της γλώσσας και της εικόνας δεν πρέπει να καταστεί μέτρο αξιολόγησης της εποχής μας επειδή διαδίδει το ευτελές. Ανάμεσα σε πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα

Αθλητικά παπούτσια, φορμάκι και η παρωδία της «Λίμνης των κύκνων» στη σκηνή τηλεοπτικού ριάλιτι. Ο ευτελισμός της αξιοπρέπειας και του γούστου στο μεγαλείο του

που διαψεύδουν το στερεότυπο της λατρείας του ευτελούς σε εποχές κρίσης, θα σταθώ στην περίοδο που ακολούθησε το κραχ του ΄29 (εποχή που συγκρίνεται με τη σημερινή διεθνή οικονομική κρίση). Τότε διόλου δεν ανέβηκε ο δείκτης επιρροής του ευτελούς. Αντίθετα, στη μουσική ο Κόπλαντ και οι Κόουλ Πόρτερ, Εργουιν Μπερλίν, Τζορτζ Γκέρσουιν, στο θέατρο ο Ο΄ Νιλ, στις καλές τέχνες οι ζωγράφοι του Νιου Ντιλ (μια μορφή αμερικανικού σοσιαλδημοκρατικού ρεαλισμού), στην αρχιτεκτονική ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ, στο σινεμά ο Χίτσκοκ- αυτοί και άλλοι όμοιοί τους αποτέλεσαν τους σηματωρούς της αμερικανικής κουλτούρας εκείνη την εποχή.

Πιστεύω ότι παρά την εξάπλωσή της η λατρεία του ευτελούς είναι η πρώτη που θα εγκαταλειφθεί σε μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση όπως αυτή που μας περιέχει σήμερα. Οσο τα ζωνάρια της πραγματικότητας σφίγγουν, τα κιλοτάκια κάποιας τηλεοπτικής περσόνας θα παράγουν όλο και λιγότερο χρήμα. Τέτοιας λογής περσόνες, ζώντας στην υπο-πραγματικότητά τους και διανύοντας τα δεκαπέντε λεπτά της δημοσιότητας που τους αναλογούν, μεθάνε από την «αναγνωρισιμότητά» τους, σε σημείο που να θεωρούν τους εαυτούς τους «είδωλα» της νεολαίας. Ας το νομίζουν. Το καλτ της ξεφτίλας δεν είναι ζήτημα αγωγής αλλά αισθητικής- αν τη διέθεταν ή αν την υπολόγιζαν, δεν θα βρίσκονταν εκεί.

Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.