«Δεν καταλάβαινα γρυ απ΄ ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή (το πάτερ ημών) και μια μέρα είπα στη μάννα μου:το Πάτ΄,μπρε μάννα,ξέρω τι θα πει,μα εκείνο το ερημών με μπερδεύει»! (Διδώ Σωτηρίου, «Ματωμένα χώματα»). Το παράδειγμα ενδεικτικό. Η συγγραφέας δηλώνει αυθορμητισμό και αγανάκτηση.

Οι σποραδικές σύγχρονες εμπειρικές έρευνες κυρίως σε ομάδες νέων 12-24 ετών, ακόμη και φοιτητών της Θεολογίας, είναι αποκαρδιωτικές. Οι εσφαλμένες αποδόσεις οφείλονται οπωσδήποτε στην άγνοια του λεξιλογίου και των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού της αρχαίας αττικής διαλέκτου. Παράδειγμα: Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες = αυτοί που φτιάχνουν τις εικόνες των μυστικών Χερουβείμ ή ακόμη οι μυστικοί πράκτορες του Θεού.

Μετά λόγου και γνώσεως
Αναμφισβήτητα η γλώσσα των λειτουργικών κειμένων και των βιβλικών αναγνωσμάτων της ελληνόφωνης Ορθόδοξης Εκκλησίας ανήκει σε μια παλαιότερη μορφή της ελληνικής, η οποία είναι ακατανόητη από τη συντριπτική πλειοψηφία των συγχρόνων ομιλητών της Κοινής Νεοελληνικής γλώσσας.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στην άγνοια του περιεχομένου των αναγνωσμάτων, των ευχών και των ύμνων και στην αποτυχία της Εκκλησίας να κηρύξει, να διδάξει και να ερμηνεύσει το μήνυμα του Ευαγγελίου και της εν Χριστώ σωτηρίας με τα λειτουργικά της κείμενα.

Με αυτόν τον τρόπο η λογική λατρεία μπορεί να μεταβληθεί σε «μαγική», εφόσον κανείς στόχος ευχαριστίας, δοξολογίας, δέησης ή ικεσίας δεν μπορεί να επιτευχθεί για τον πιστό, όταν δεν γνωρίζει σε ποιον Θεό απευθύνεται, τι του λέγει και τι του ζητάει.

Αλλωστε η αγάπη και η κραυγή που βγαίνει από τα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής σαρκώνεται στη μητρική γλώσσα και όχι στη γλώσσα της 55ης προμάμμης, όσο υπέροχη και αν είναι!

Η προσέγγιση του προβλήματος και οι προτεινόμενες λύσεις εξαρτώνται από την οπτική γωνία και το κριτήριο των εισηγητών. Οι συζητήσεις που γίνονται τον τελευταίο καιρό λιγότερο επιστημονικού και περισσότερο ποιμαντικού χαρακτήρα αποκρυσταλλώνονται στις εξής γενικές θέσεις:

1 Η γλώσσα των ελληνόφωνων λειτουργικών κειμένων είναι όντως ακατανόητη από τους συγχρόνους, γεγονός που οφείλεται στο εκπαιδευτικό σύστημα που προβλέπει λίγες ώρες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής, ενώ ως θεραπεία προτείνεται το συστηματικό ερμηνευτικό κήρυγμα και η παράλληλη χρήση ερμηνευτικών εγκολπίων της θείας λειτουργίας και των ακολουθιών.

2 Η εκκλησιαστική γλώσσα δεν αποδίδεται στη νεοελληνική, διότι έχει καθιερωθεί ή καθαγιασθεί, παρέχει βιωματική προσέγγιση (ο λαός δεν καταλαβαίνει αλλά αισθάνεται, εφόσον υπάρχουν και αγράμματοι άγιοι), η νεοελληνική κρίνεται ανεπαρκής για να εκφράσει τον γλωσσικό πλούτο των λειτουργικών κειμένων ή ακόμη δεν υπάρχουν ικανοί Νεοέλληνες, για να αποδώσουν το περιεχόμενό τους στη γλώσσα μας.

Αυτές οι απόψεις φορτίζονται από ποικίλους ψυχολογικούς και συναισθηματικούς παράγοντες και οδηγούν στο κοινό συμπέρασμα να μείνουν τα κείμενα ως έχουν, ίσως διότι «τα πράγματα δεν έχουν ακόμη ωριμάσει».

Η επίπληξη στον Ποιμενάρχη
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που απομακρύνουν τη νεολαία από τη λειτουργική μας ζωή είναι και η ακατανόητη γλώσσα.

Ενας λυκειάρχης σε μια πόλη της Μακεδονίας στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μετά τον μαθητικό εκκλησιασμό δήλωσε τα εξής χαρακτηριστικά προς τον λειτουργό επιχώριο Επίσκοπο: «Πρώτη φορά οι μαθητές μας κάθισαν αμίλητοι και παρακολούθησαν τη θεία λειτουργία από την αρχή ως το τέλος! Και αυτό γιατί, όπως μου είπαν, καταλάβαιναν αυτό που άκουγαν».

Ο Ποιμενάρχης για την πρακτική του αυτή στα σχολεία και τις κατασκηνώσεις εισέπραξε μια γραπτή συνοδική επίπληξη και αργότερα απολογήθηκε ενώπιον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.).

Η πρόσφατη ανακοίνωση της Δ.Ι.Σ. είναι ενθαρρυντική, διότι εγκαινιάζει έναν υπεύθυνο διάλογο. Σε αυτές τις ευαίσθητες περιπτώσεις για την ενότητα της Εκκλησίας, όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, η αλήθεια είναι εκείνη που ελευθερώνει από τον φόβο. Αυτό σημαίνει ότι για να προσεγγίσουμε σοβαρά το ζήτημα που έχει προκύψει οφείλουμε να γνωρίζουμε τα εξής:

* Με σαφήνεια τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας.

* Το ελλειμματικό γλωσσικό γόητρο της Ελληνιστικής Κοινής των βιβλικών κειμένων (γλώσσα των αλιέων) κατά τον 4ο αιώνα.

* Τη γλωσσική πολιτική των μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας με την υιοθέτηση του αττικισμού και των ρητορικών προσταγμάτων των Εθνικών για ποιμαντικούς λόγους.

* Τον ανεπιφύλακτο και αδιάκοπο σεβασμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις τοπικές γλώσσες στις ιεραποστολικές εκκλησίες με την άμεση μετάφραση των κειμένων.

Η απόδοση των λειτουργικών κειμένων είναι μία επιτακτική άμεση ανάγκη. Κατ΄ αρχάς τουλάχιστον των πεζών κειμένων και των βιβλικών αναγνωσμάτων. Μία παρόμοια συζήτηση προϋποθέτει νηφαλιότητα, η οποία καθιστά κατανοητή και στο τέλος αποδεκτή τη διάκριση του μεταβλητού γλωσσικού κώδικα από την αμετάβλητη αποκεκαλυμμένη Αλήθεια και γενικότερα τα τρεπτά από τα άτρεπτα στοιχεία της παράδοσής μας.

Η κυρία Δήμητρα Κούκουρα σπούδασε Γλωσσολογία και Θεολογία στο ΑΠΘ, στη Σορβόννη και στο Καθολικό Ινστιτούτο των Παρισίων και είναι καθηγήτρια της Ομιλητικής στο Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.