Oι άδηλες συναλλαγές, όπως υποδηλώνει ο όρος, έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν καταγράφονται, άρα και ότι δεν μπορεί να διαμορφώσει κάποιος ασφαλή εικόνα για την έκτασή τους. Δεν είναι λοιπόν βέβαιο ότι αν είχαν εκλείψει το «fakelaki» και το «rousfeti» το δημοσιονομικό μας έλλειμμα δεν θα ξεπερνούσε το 4%, όπως υποστήριξε η «Wall Street Journal» (με βάση έρευνα του ιδρύματος Βrookings).

Ασφαλώς τα δύο αυτά συμπτώματα (δια)φθοράς- πολιτικής και οικονομικήςείναι από τα μεγάλα βάσανα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά μόνο δύο από τα πολλά. Και δεν ξέρει κάποιος πόσο φθείρει λ.χ. τη δημόσια περίθαλψη το φακελάκι, και πόσο η «μεγάλη» διαφθορά των υπόγειων δοσοληψιών κρατικών στελεχών με ιδιωτικές εταιρείες, ούτε πόση φύρα κοστίζει το ρουσφέτι σε σχέση με μείζονες «εξυπηρετήσεις», όπως οι αγροτικές επιδοτήσεις.

Η ελληνική παθογένεια ξεπερνά κατά πολύ το μπαξίσι και η συμπτωματολογία της αγκαλιάζει και τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος άλλωστε ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτος. Αλλωστε, μείζων αιτία των ελληνικών αυτών «ιδιαιτεροτήτων» υπήρξε ακριβώς αυτή η καχεξία της ιδιωτικής οικονομίας, η αδυναμία της οποίας έγινε έκδηλη μόλις καταργήθηκαν οι προστατευτικοί δασμοί και οι προνομιακές επιδοτήσεις· και εκφράστηκε και στην αποτυχία της να δημιουργήσει θέσεις εργασίας σε συγκρίσιμη αφθονία και ασφάλεια με εκείνες του Δημοσίου.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, τέτοια μέρα πριν από 43 χρόνια, και η επταετής δικτατορία που επιβλήθηκε με αυτό μοιάζουν σήμερα πολύ μακρινά γεγονότα, με αποτέλεσμα οι επετειακές μνείες να προκαλούν πλήξη. Εχει ωστόσο σημασία να σκεφθούμε ότι ούτε η αυταρχική στρατιωτική διακυβέρνηση ούτε η μακρά έκτοτε δημοκρατική περίοδος πέτυχαν ή καν επιδίωξαν να διορθώσουν τις δομικές στρεβλώσεις στις σχέσεις κράτους- πολιτών- ιδιωτικού τομέα. Από ένα δικτατορικό καθεστώς- και μάλιστα τέτοιο- δεν το περίμενε κανείς. Από τη μεταπολιτευτική δημοκρατική εξουσία, με την εναλλαγή κομμάτων στην κυβέρνηση και την αναδιανομή εισοδήματος που επιχειρήθηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου, είχαμε μεγαλύτερες αξιώσεις. Οχι μόνον επειδή υπήρχε η προσδοκία ότι η ελευθερία της πολιτικής αναμέτρησης και του Τύπου θα διαμόρφωνε ένα συνειδητό λαϊκό αίτημα εξυγίανσης. Αλλά και επειδή η χώρα διέγραψε τροχιά ευμάρειας ώστε να δημιουργηθούν περιθώρια άνωθεν δομικών βελτιώσεων χωρίς αρνητική επίπτωση στη μέση ευημερία. Αντ΄ αυτού, η Ελλάδα προόδευσε μεν από τα 170 ΙΧ αυτοκίνητα ανά χίλιους κατοίκους το 1990, στα 348 το 2004 και στα 440 το 2008, την ίδια όμως ώρα η δημόσια εκπαίδευση και περίθαλψη ολίσθησαν προς την ανυποληψία, τα δε δανεικά που δαπανήθηκαν δεν μεταφράστηκαν σε παραγωγική μεταμόρφωση, ούτε σε αφύπνιση από άποψη νοοτροπίας και σοβαρότητας πολιτικού λόγου. Είμαστε σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ΄ ό,τι το 1967 ή το 1974. Αλλά δεν πρέπει να είμαστε υπερήφανοι αν σκεφτούμε πόσα ακόμη θα έπρεπε να είχαν γίνει και αποδειχθήκαμε ανίκανοι ή απρόθυμοι να πράξουμε.