Τι σημαίνει για τη χώρα μας, αλλά και για την ευρωζώνη η δημιουργία του μηχανισμού δημοσιονομικής υποστήριξης, στο οποίο εμπλέκεται και το ΔΝΤ; Για να δώσει κανείς κάποια στοιχεία απάντησης σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής:

Πρώτον, τι μέσα παρέμβασης στα δημόσια οικονομικά μιας χώρας-μέλους της διαθέτει η ευρωζώνη σε σχέση με το ΔΝΤ;

Δεύτερον, τι είδους όρους πολιτικής, διαφορετικούς από εκείνους του Συμφώνου Σταθερότητας, μπορεί να επιβάλει το ΔΝΤ;

Τρίτον, ποια είναι η σχέση του ΔΝΤ με την ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη της; Ας τα δούμε με τη σειρά.

Η ευρωζώνη διαθέτει σαφώς πιο ισχυρά μέσα πολιτικής πίεσης και υποχρέωσης οικονομικής συμμόρφωσης από το ΔΝΤ. Σύμφωνα με τη Συνθήκη (άρθρο 126 περί υπερβολικών ελλειμμάτων, παράγραφος 11) η ευρωζώνη δύναται να επιβάλει ποινές σε μια χώρα που δεν παίρνει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος. Αυτές οι ποινές φτάνουν ως την επιβολή άτοκης κατάθεσης, δηλαδή το αντίθετο της συνδρομής, και στη συνέχεια στην επιβολή προστίμου, δηλαδή παρακράτηση της άτοκης κατάθεσης. Αντίθετα, το ΔΝΤ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μηχανισμός οικονομικής συνδρομής, η οποία δίδεται σε δόσεις και υπό όρους. Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων το μόνο μέσο πίεσης που διαθέτει είναι η μη εκταμίευση των επόμενων δόσεων και τίποτε άλλο. Το πρόβλημα όμως της ευρωζώνης είναι ότι αυτή ακριβώς η υπερβολική αυστηρότητα των ποινών, εφόσον δεν συνδέεται με κανενός είδους δημοσιονομική συνδρομή, όχι μόνο δεν οδηγεί στη διάσωση μια χώρα που βρίσκεται στη θέση της Ελλάδας, αλλά την οδηγεί κατευθείαν στη χρεοκοπία. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιουργήθηκε ο περιβόητος μηχανισμός συνδρομής. Η σύστασή του ακυρώνει στην πράξη τις δογματικές διατάξεις περί ποινών.

Ας δούμε όμως τι όρους μπορεί να επιβάλει το ΔΝΤ. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να επιβάλει όρους νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής σε μια χώρα που έχει νόμισμα το ευρώ. Το μόνο που μπορεί να επιβάλει είναι μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής και διαρθρωτικές αλλαγές, δηλαδή τα ίδια ακριβώς με αυτά που επι βάλλει και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σε αυτή όμως την περίπτωση η ευρωζώνη δεν πρόκειται να δεχθεί την υποκατάστασή της από το ΔΝΤ στην έγκριση των προγραμμάτων σταθερότητας που καθορίζουν τους στόχους και τα χρονοδιαγράμματα προσέγγισής τους. Αυτό που θα δεχθεί θα είναι η τεχνική εμπειρογνωμοσύνη του ΔΝΤ. Αν απαιτηθούν επιπλέον μέτρα, θα τα επιβάλει η ευρωζώνη και όχι το ΔΝΤ.

Τέλος, η ευρωζώνη δεν είναι μέλος του ΔΝΤ, παρά το γεγονός ότι διαθέτει ένα ενιαίο νόμισμα, πράγμα που αποτελεί μια θεσμική αναντιστοιχία. Το γεγονός όμως ότι δεν είναι μέλος του ΔΝΤ δεν σημαίνει ότι είναι και ο φτωχός συγγενής του. Τα κράτη-μέλη της διαθέτουν το 22% των ψήφων, έναντι 16% που διαθέτουν οι ΗΠΑ, και έχουν σημαίνοντα ρόλο στις αποφάσεις του. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από την τυπική διαδικασία της προσφυγής στο ΔΝΤ, το πάνω χέρι στις αποφάσεις στο πλαίσιο του μηχανισμού θα το έχει η ευρωζώνη.

Δύο συμπεράσματα λοιπόν μπορεί να βγάλει κανείς από τη δημιουργία αυτού του μηχανισμού. Το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει ή να βγει από το ευρώ. Οσο και αν φαίνεται παράδοξο, αυτό θα ήταν η εύκολη προσωρινή λύση, η οποία όμως θα οδηγούσε τη χώρα για δεκαετίες στο περιθώριο της διεθνούς οικονομίας. Αυτό δεν θα γίνει γιατί δεν θα μας το επιτρέψουν οι εταίροι μας, για δικούς τους βεβαίως, πολύ σοβαρούς λόγους, που συνδέονται με τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τους συστήματος και τη συνολική αξιοπιστία τους. Δεν το επιθυμεί όμως και η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων. Οι πολιτικές ηγεσίες και οι πολίτες θα προσαρμοστούν ανάλογα στις δύσκολες περιστάσεις- και αυτό ήδη κάνουν. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η ιστορία μιας αλυσίδας γράφεται από την αντοχή των αδύναμων κρίκων της. Η Ελλάδα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης και βεβαίως δεν πρέπει να είμαστε περήφανοι γι΄ αυτό. Εστω όμως και διά της αδυναμίας μας γράφουμε ιστορία. Η κρίση έδειξε ότι ο συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών διά των κανόνων και διά των ποινών απαιτεί ισχυρότερη πολιτική ενοποίηση και δημοσιονομική συνδρομή. Με αφορμή λοιπόν την κρίση, το σημείο της ευρωπαϊκής πολιτικής ισορροπίας μετακινείται σε θετική κατεύθυνση. Το αντίθετο σενάριο είναι εφιαλτικό- και όχι μόνο για τους Ελληνες.

Ο κ. Γιώργος Γλυνός είναι πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σήμερα ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ στη θέση «Σταύρος Κωστόπουλος».

(giorgos@glynos.eu)