Στους Μεταφυσικούς Στοχασμούς, που για πολλούς θεωρούνται η ιδρυτική πράξη της νεότερης φιλοσοφίας, ο Καρτέσιος ασκεί την παραδοσιακή κριτική εναντίον των αισθήσεων και της γνώσης που παράγεται από αυτές: δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε τις αισθήσεις γιατί ενίοτε μας παραπλανούν. Και ο φιλόσοφος συνεχίζει προειδοποιώντας μας ότι «είναι φρόνιμο να μην εμπιστευόμαστε ποτέ εντελώς αυτούς οι οποίοι, έστω μια φορά, μας ξεγέλασαν». Αλλά επειδή όλοι μας έχουμε την εμπειρία της μοναδικής έστω αυτής φοράς, η εμπιστοσύνη μας στους άλλους μοιάζει οριστικά κλονισμένη – χωρίς να γίνει τώρα θέμα για την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, όπου η τέχνη της παραπλάνησης αγγίζει σχεδόν την τελειότητα.

Αν ο Καρτέσιος ξεκινά τη φιλοσοφία με την καχυποψία, στην οποία στη συνέχεια δίνει την πιο ουδέτερη και περισσότερο επιστημονική μορφή της αμφιβολίας, ο σύγχρονός του Χομπς, το μαύρο πρόβατο της πολιτικής θεωρίας, δεν διστάζει να θεμελιώσει την ίδια την κοινωνία στον φόβο και στην καχυποψία. Η ηγουμένη πρόταση του άγγλου φιλοσόφου είναι γνωστή καθώς ο ίδιος έχει φροντίσει να τη διατυπώσει με περισσή σαφήνεια: «Τοποθετώ στην πρώτη γραμμή, ως γενική κλίση του συνόλου της ανθρωπότητας, τη διαρκή και ασίγαστη επιθυμία κτήσης της μιας εξουσίας μετά την άλλη, επιθυμία η οποία παύει μόνο με τον θάνατο». Στην προοπτική αυτή είναι προφανές ότι ο καθένας θα πολεμήσει οποιοδήποτε εμπόδιο συναντήσει στον δρόμο του και συνεπώς και τους άλλους ανθρώπους, στο μέτρο που αποτελούν εμπόδια. Ο γενικευμένος αυτός πόλεμος θα οδηγούσε στην καταστροφή του ανθρώπινου γένους αν δεν υπήρχε το κοινωνικό συμβόλαιο, όπου οι άνθρωποι καταθέτουν τα όπλα και υπόκεινται πια στον νόμο, ο οποίος υπό την αιγίδα του κράτους είναι τώρα παντοδύναμος. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι η καχυποψία έχει εκλείψει· το αντίθετο μάλιστα. Εχει φουντώσει στο μέτρο που ο καθένας μπορεί πια νομίμως να δηλώσει όχι μόνο ότι δεν εμπιστεύεται τον διπλανό του αλλά και ότι τον θεωρεί υπεύθυνο για τις αδικίες που τον βασανίζουν. Ο λόγος μας δεν αρκεί. Για να ισχύσει πρέπει να περάσει από τον συμβολαιογράφο. Υπό τον όρο βεβαίως ότι τον εμπιστευόμαστε, όρος που θα χρειαστεί με τη σειρά του μια επιπλέον εγγύηση κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, όπως το έγραψε ο Ενγκελς σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, τα νομικά είναι η θεολογία της αστικής τάξης.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, είναι αξιοθαύμαστο ότι εξακολουθούμε να ονομάζουμε ζωή τη βιολογική μας διάρκεια μέσα στον χρόνο. Βεβαίως, η διάρκεια αυτή δεν είναι πάντα ούτε εύκολη ούτε κυρίως ευχάριστη. Αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε μερικά σημεία αναφοράς και να επινοήσουμε ορισμένες αξίες, στις οποίες αποδίδουμε κάτι σαν μαγικές ικανότητες, όπως, για παράδειγμα, τη φιλία. Εμπιστευόμαστε τους φίλους μας, εμείς που δεν εμπιστευόμαστε κανέναν άλλον, καταργώντας, έστω περιστασιακά, τον θανατηφόρο ιστό της καχυποψίας. Προφανώς είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη να πιστέψουμε που πρέπει οπωσδήποτε η πίστη μας να ρίξει κάπου άγκυρες και να στεριώσει. Εκτός εάν, με την πάροδο του χρόνου και τη διαφαινόμενη πορεία της ιστορίας, αναζητήσουμε τη νομική κατοχύρωση της φιλίας. Στο σημείο αυτό, τα μεγάλα άτομα που είναι τα κράτη έχουν προλάβει τα μικρά άτομα που είμαστε οι άνθρωποι και έχουν κατοχυρώσει με συνθήκες τις φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Κάτι σαν τους ερωτευμένους που είναι οι εταίροι της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Σύγχρονος του Καρτέσιου και του Χομπς, ο Σπινόζα έχει τη δική του γνώμη για το δύσκολο πρόβλημα της συνύπαρξης των ανθρώπων και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στις σχέσεις μεταξύ τους. Ο χώρος δεν αρμόζει για να αναπτύξει κανείς τις θέσεις του φιλοσόφου στο σύνολό τους. Υπάρχουν όμως δύο προτάσεις στο Τέταρτο Μέρος της Ηθικής που αναφέρονται στο πρόβλημα και δίνουν τον τόνο της σπινοζικής αντίληψης. Σύμφωνα με την πρώτη, «ο ελεύθερος άνθρωπος που ζει ανάμεσα στους αδαείς προσπαθεί, όσο το μπορεί, να αποκρούσει τις ευεργεσίες τους». Στην απόδειξη της πρότασης, ο Σπινόζα υποστηρίζει ότι, όπως ο καθένας κρίνει τα πράγματα ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, ο αδαής θα αξιολογήσει το καλό που έκανε στον άλλον σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυγκρασία του και, καθώς οι αξιολογήσεις δεν θα συμπέσουν, θα μισήσει τον ευεργετημένο. Καλύτερα λοιπόν μακριά κι αγαπημένοι.

Η δεύτερη πρόταση είναι ίσως λίγο πιο σκληρή. Υποστηρίζει ότι «μόνο οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι πολύ ευγνώμονες μεταξύ τους». Σχολιάζοντας την πρότασή του ο φιλόσοφος σημειώνει: «Η ευγνωμοσύνη που έχουν μεταξύ τους οι άνθρωποι που οδηγούνται από την τυφλή επιθυμία αποτελεί τις περισσότερες φορές αγοραπωλησία, με άλλα λόγια απάτη μάλλον παρά ευγνωμοσύνη». Αν ο ελεύθερος άνθρωπος είναι εκτός δούναι και λαβείν, πού βρίσκεται; Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.