«Δεν έκανα σεξ με αυτή τη γυναίκα», διαβεβαίωνε σε διαγγελματικούς τόνους ο ακμαίος Μπιλ Κλίντον την ώρα που του αντιμαρτυρούσε αδιάψευστα ο διασημότερος λεκές της πρόσφατης Ιστορίας. Ωστόσο, ακόμη και εκείνη τη μέρα το «δεν θα ξαναπιστέψω τους πολιτικούς» θα ακουγόταν πολύ κοινότοπο- απλούστατα επειδή το ρεφρέν είναι πολύ παλιό και ακούγεται ακατάπαυστα, σε ποικίλες ενορχηστρώσεις, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πλάτωνα. Παρ΄ όλα αυτά, η μοντέρνα ενορχήστρωσή του μοιάζει πολύ πιο επείγουσα και συστηματική, και είναι πολύ εύκολο να παραπέμψει κανείς σήμερα σε τίτλους άρθρων ή ευρύτερων αναλύσεων όπου η «δυσπιστία» και τα συγγενικά της ποζάρουν επίμονα ως λέξεις-κλειδιά. Η διακριτικά ειρωνική έκκληση «Δώστε μια ευκαιρία στους πολιτικούς: να τους πιστεύετε πού και πού» δίνει τίτλο σε μια σχετικά πρόσφατη αναμόχλευση του ζητήματος που δημοσιεύθηκε σε αμερικανική πολιτική επιθεώρηση.

Που σημαίνει ότι, σαν τους καλούς εκείνους γιατρούς, το φαινόμενο δεν έχει σύνορα. Εχει, όμως, σημαντικές διαβαθμίσεις και είναι μάλλον ενδιαφέρον το ότι ευδοκιμεί ιδιαίτερα στη μεγάλη υπερατλαντική δημοκρατία. Θεμελιωμένη με ισχυρές δόσεις ουτοπικών προσδοκιών και σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια, η δημοκρατία υπήρξε από την αρχή κυρίαρχο και αδιαπραγμάτευτο αίτημα του αμερικανικού δημόσιου πολιτικού λόγου, και η διόγκωση της αμερικανικής ισχύος την έκανε βαθμιαία ένα είδος εξαγώγιμου και αναγκαστικού πεπρωμένου για όλον τον κόσμο. Από το ιδεαλιστικό αυτό ύψος, οι ντόπιες δυσλειτουργίες της αντιμετωπίστηκαν πάντα με ιδιάζουσα αυστηρότητα, ενώ οι αμερικανοί πολιτικοί κρίθηκαν και κρίνονται συχνά με την απόλυτη ηθική κατηγορία της ψευδολογίας όταν για τους ομολόγους τους της πιο «κωλοπετσωμένης» Γηραιάς αρμόδιο θεωρήθηκε το πταισματοδικείο της πολιτικής επιπολαιότητας ή ανεπάρκειας.

Αλλά αν οι σύγχρονοι πολιτικοί λειτουργούν πράγματι μέσα σε ένα λίγο πολύ παγιωμένο κλίμα δυσπιστίας, είναι ανάγκη να διακρίνουμε τις σοβαρές παραμέτρους του φαινομένου από τους καφενειακούς και αυτόματους λαϊκισμούς του τύπου «όλοι τους είναι ψεύτες, μην πιστεύετε κανέναν». Και παράμετρος «βάθους» είναι η (πείτε την μεταμοντέρνα, αν το προτιμάτε) αποδυνάμωση των «μεγάλων αφηγήσεων» του κομμουνισμού και, πολύ πιο πρόσφατα, του οικονομικού φιλελευθερισμού της αγοράς- μια εξέλιξη που άφησε τους επαγγελματίες απολογητές και της μιας και της άλλης πλευράς σε ρητορική και ιδεολογική σύγχυση και γι΄ αυτό περισσότερο ευάλωτους στην κατηγορία της αναξιοπιστίας. Αν η αποτυχία της ιδεολογίας κάνει τα κόμματα ξεπερασμένα, η αποτυχία της διαχείρισης τα κάνει ύποπτα· στην πρώτη περίπτωση είναι πιθανότερο να πεις «διαφωνώ», στη δεύτερη είναι ευκολότερο να πεις

Ο Μπιλ Κλίντον με τη Μόνικα Λουίνσκι στον Λευκό Οίκο προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ με την αποκάλυψη της σχέσης του έχασε τόσο την οικογενειακή και προσωπική του ηρεμία όσο και την πολιτική του αξιοπιστία. Αφού πρώτα αρνήθηκε τα πάντα, στη συνέχεια αναγκάστηκε, με δάκρυα, να παραδεχθεί ότι είπε ψέματα

«είσαι αναξιόπιστος, δεν σε πιστεύω». Είναι πολύ πιθανό ότι η οργανωμένη και ιεραρχημένη πολιτική δράση, σε αντίθεση με τις μακέτες της πολιτικής φιλοσοφίας από τον Πλάτωνα μέχρι τον Φουκουγιάμα, δεν υπήρξε ποτέ αποτέλεσμα πηγαίας (θα έλεγα «Ρομαντικής») πεποίθησης περί την «Ιδανική Πολιτεία». Αλλά ποτέ ως τώρα τα πολιτικά προγράμματα δεν είχαν τόσο απροκάλυπτα μεταφραστεί σε όρους της αγοράς ως «πακέτα» προς πώληση· και ποτέ ως τώρα ο πωλητής δεν χρειάστηκε τόσο επειγόντως και τόσο συστηματικά την επικοινωνιακή στρατηγική για να βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές του στην πολιτική αγορά. Εγγαστρίμυθοι πλαγγόνες, οι πολιτικοί μιλούν τώρα συχνά με δανεικά τερτίπια προκειμένου να πουλήσουν «προϊόντα» που οι επικοινωνιακοί σύμβουλοί τους μπορεί να τα έχουν ήδη ξεγράψει ως «φθαρμένα». Η αδυσώπητη, και συχνά κυνική, αγγλοσαξονική εμπειριοκρατία κρατάει σταθερά την ευρεσιτεχνία της σχετικής ορολογίας- και έχει «spin doctors», επικοινωνιακούς γκουρού πάσης χρήσεως που αναλαμβάνουν πάσης φύσεως πολιτικές διεκπεραιώσεις. Και στην περίπτωση αυτή είναι συχνά εύλογο, ή και επιβεβλημένο, να πεις στον «πραματευτή» νέτα σκέτα: «είσαι ψεύτης, δεν σε πιστεύω». Κάτι που είναι ακόμη πιο εύκολο όταν το σύγχρονο μιντιακό περιβάλλον, όπου η γραμμή ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό είναι πολύ τεθλασμένη αν δεν είναι εντελώς αόρατη, έχει μεριμνήσει να τον υπερ-εκθέσει, αποτυπώνοντας και μεγεθύνοντας τα πάντα, από τη ρητορική του κόμματος μέχρι τη γλώσσα του σώματος και από το πνεύμα μέχρι το νεύμα. Η φορμαλιστική και επίσημη απόσταση της χθες έγινε η εφημερεύουσα τηλεοπτική εικόνα της σήμερον, και τώρα που ο παλιός κνησμός του παραπολιτικού κουσκούς συνάντησε τις νέες οπτικές ίνες η μπλογκο-κοινότητα, ανώνυμη ή ψευδώνυμη, φωνασκεί και καγχάζει άνετα και εν θερμώ: «είστε όλοι ψεύτες, δεν σας πιστεύουμε».

Και, βέβαια, δεν τους πιστεύουμε όταν η συγκυρία αγριεύει και δείχνει τα δόντια της, όπως τώρα. Δεκαετίες πολιτικής εθελοτυφλίας και αναξιοπιστίας μάς έδωσαν το γινόμενο της «κρίσης», και οι Θωμάδες θα προτιμήσουν ίσως τη μελαγχολική απιστία από το να πιστέψουν τον πολιτικό που θα τους υποσχεθεί το θαύμα «της θανούσης και μετά ημέρας τρεις αναστάσης» οικονομίας.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.