Οι σχέσεις Ελλάδας και Ευρώπης, από την επομένη της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, δομήθηκαν στη βάση μιας αμοιβαίας δυσπιστίας. Μιας δυσπιστίας, βεβαίως, που τοποθετούνταν πέρα από και παράλληλα με τις προφανείς συνάφειες και συγκλίσεις μεταξύ τους. Η μεν Ευρώπη, αφού στήριξε τον ελληνικό Αγώνα για την ανεξαρτησία και επέβαλε ένα νέο κράτος εις βάρος της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φάνηκε να κρατάει δύσπιστη στάση απέναντι στους κατοίκους αυτού του κράτους: ήταν άξιοι να ανήκουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια; Η δε Ελλάδα, με το δίλημμα «Δύση ή Ανατολή» να καθορίζει την ταυτότητά της, στεκόταν καχύποπτη και δύσπιστη ως προς τις προθέσεις της Ευρώπης απέναντί της: ο φόβος του μισελληνισμού αλλά και η απόρριψη της Δύσης ως αντιδυτικισμός. Οι ιστορικές διαδρομές που ακολούθησε αυτή η αμοιβαία δυσπιστία είναι, βεβαίως, ποικίλες και πολύπλοκες. Και, πάντως, υπήρχε σταθερά το ισχυρό αντίβαρο του «ανήκομεν εις την Δύσιν», που καθόρισε τη φυσιογνωμία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, σε πείσμα των εγχώριων ανατολισμών. Με μεγάλη δόση αφαίρεσης και γενίκευσης λοιπόν, θα επιμείνω στο στοιχείο της δυσπιστίας. Η αμφισβήτηση του κράτους

Η Ευρώπη επιστρέφει στην Ευρώπη. Το άγαλμα που αναπαριστά τον μύθο της αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία μεταμφιεσμένο σε ταύρο κοσμεί την είσοδο του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο

Οι νεότεροι Ελληνες ευνοήθηκαν, από τα τέλη του 18ου αιώνα τουλάχιστον, λόγω της ισχυροποίησης μιας ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας που αναγνώριζε στην αρχαία Ελλάδα την πολιτισμική πρόγονο της νεότερης Ευρώπης. Το ρομαντικό ρεύμα του φιλελληνισμού στράτευσε στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων τις πένες αλλά και τα όπλα των Ευρωπαίων. Ωστόσο το μικρό και ανίσχυρο κράτος που προέκυψε το 1830 είχε ως σημείο αναφοράς μια ισχυρή Ευρώπη των «Μεγάλων Δυνάμεων», η οποία, όπως έχει δείξει η Ελλη Σκοπετέα, λειτουργούσε ως πρότυπο αλλά και κριτής του. Η Ελλάδα του 19ου αιώνα επιζητούσε την εύνοια της Ευρώπης στη λύση του Ανατολικού Ζητήματος, μια εύνοια πάντως που θεωρούνταν συχνά ως εξαρτημένη από την «καλή διαγωγή» των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικά όσα διαβάζουμε στην εφημερίδα Αθηνά το 1862: «Πικρόν να το είπωμεν, αλλά πικρότερον είναι ακόμα το πράγμα καθ΄ εαυτό, απωλέσαμεν την υπόληψιν της Ευρώπης […]. Μετά κουφότητος παιδικής αναρπάζομεν παν ευγενές ρήμα περί ημών, όθεν δήποτε και αν προέρχεται, οιονδήποτε και αν ήναι σπουδαίον είτε ειρωνικόν. Και περιήλθομεν λοιπόν εις την ανάγκην της επαιτείας, και πρόθυμοι αναγράφομεν εις την στήλην των μεγάλων ευεργετών της Ελλάδος και τον προφέροντα και τον ελάχιστον φθόγγον υπέρ ημών!».

Διάφορα επεισόδια, μεταξύ των οποίων η θεωρία του Φαλμεράιερ κατείχε κεντρική θέση, εμφάνιζαν την Ευρώπη να έχει εγκαταλείψει την, θεωρούμενη ως δεδομένη, φιλελληνική στάση και να αμφισβητεί τους Ελληνες τόσο ως έθνος όσο και ως κράτος. Η αμφισβήτηση της εθνικής υπόστασης σήμαινε ότι αμφισβητούνταν η αρχαία καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων, ενώ η αμφισβήτηση του κράτους σήμαινε ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν ακολουθούσε το δυτικό πρότυπο ανάπτυξης και προόδου. Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, σήμερα, η αμφισβήτηση του κράτους γίνεται αντιληπτή ως αμφισβήτηση του έθνους και ότι η κριτική για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας βιώνεται εκατέρωθεν ως κριτική ουσιωδών εθνικών ιδιοτήτων.

Από την άλλη πλευρά, η δυσπιστία της Ελλάδας προς την Ευρώπη εκδηλώθηκε με διαφορετικά πρόσωπα και ιδεολογικούς μανδύες. Παρ΄ όλο που η εικόνα της εύπιστης και αφελούς Δύσης (οι «κουτόφραγκοι») κατέλαβε ευδιάκριτη θέση στον δημόσιο λόγο, σημαντικότερη θέση κατείχε ο «κατήγορος του Γένους», ο μισέλληνας, που επεδίωκε να εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που συνηγορούσαν στην υποτίμηση της σύγχρονης Ελλάδας- μέσα από τη σύγκρισή της είτε με την αρχαία πρόγονό της είτε με τη σύγχρονή της Ευρώπη. Πράγματι, πολιτικές επιλογές ή αναλύσεις αξιολογούνταν από τον 19ο αιώνα ανάλογα ως «φιλελληνικές» ή «μισελληνικές» και κατασκευάζονταν «εχθροί του έθνους», που απεργάζονταν σκοτεινά σχέδια εξόντωσης των Ελλήνων. Μέσα από μια παράδοση εξωτερικών επεμβάσεων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καλλιεργήθηκε η θεωρία του «ξένου δακτύλου» και η συνακόλουθη ελληνική δυσπιστία απέναντι στη Δύση. Στα μεταπολεμικά χρόνια, εξάλλου, στον χώρο της Αριστεράς, κέρδισε έδαφος η εικόνα της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Δύσης, η οποία απορριπτόταν συλλήβδην- και αδιαφοροποίητα- ως κοινωνικοπολιτικό σύστημα.

Αριστερή και δεξιά απόρριψη
Δεν απέρριπτε όμως μόνο η Αριστερά τη Δύση. Το ίδιο έκανε και η Δεξιά, για άλλους λόγους. Απορριπτικοί ήταν λοιπόν συντηρητικοί διανοούμενοι και πολιτικοί οι οποίοι, από την καμπή του 19ου αιώνα, διέκριναν στον ευρωπαϊσμό έναν κίνδυνο για την ελληνική εθνική ταυτότητα, όπου το θρησκευτικό στοιχείο ήταν ισχυρό. Οπως έχει αναλύσει η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, η «δυτική απειλή» στοιχειώνει τη συντηρητική ελληνική διανόηση μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Για τους διανοούμενους αυτούς, που στρέφονται προς την Ανατολή και το βυζαντινό εθνικό παρελθόν (ο Ιων Δραγούμης είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση), η απειλή της Δύσης συμπυκνώνει τόσο το θρησκευτικό στοιχείο όσο και τον πολιτικό φιλελευθερισμό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Πρόκειται για τον φόβο απέναντι στην Ευρώπη της Γαλλικής Επανάστασης, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. «Ο νέος πολιτισμός, ο ευρωπαϊκός», έγραφε το 1913 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αμίλκας Αλιβιζάτος, «φέρει μεθ΄ εαυτού ιδέας όχι μόνον αντιθρησκευτικάς αλλά και αντεθνικάς και γενικώς αναρχικάς».

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.