Η πρόσφατη συνάντηση κορυφής της ΕΕ κατέληξε με έναν τυπικά ευρωπαϊκό συμβιβασμό για τη χρηματοπιστωτική κρίση της Ελλάδας, έναν συμβιβασμό που αποφεύγει τον όρο «λύση» και που κρύβεται πίσω από την ιδέα ενός «μηχανισμού». Θα δούμε αν λειτουργήσει τον Απρίλιο, τη στιγμή που η Ελλάδα θα χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσει, για μία ακόμη φορά, το χρέος της.

Η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ πήρε αυτό που ήθελε απαιτώντας να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας, αν αυτό καταστεί αναγκαίο. Η τελική απόφαση απαιτεί, όπως και παλαιότερα, την ομοφωνία μέσα στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς, που σημαίνει ότι παραμένει στον έλεγχο της Γερμανίας. Αν εξαιρεθούν μερικά δευτερεύοντα στοιχεία, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν διαφέρει από τους προηγούμενους συμβιβασμούς παρά μόνο σε ένα σημείο: στη συμμετοχή του ΔΝΤ. Αν η Γερμανία χρειαζόταν την εμπλοκή του Ταμείου για να σώσει τα προσχήματα στο εσωτερικό της Γερμανίας και αν ήθελε να σεβαστεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της, γιατί να χρειαζόταν να σπείρει όλη αυτή την πρωτόγνωρη αταξία απλώς και μόνο για να φτάσει σε αυτό το επίτευγμα; Ολοι θα μπορούσαν να είχαν αποδεχθεί, περισσότερο ή λιγότερο εύκολα, τον συμβιβασμό, αλλά ήταν η πολιτική σύγκρουση που προηγήθηκε αυτή που τον κατέστησε τόσο δύσκολο. Η ευρωπαϊκή αυτή σύγκρουση που προκλήθηκε από την Ανγκελα Μέρκελ άλλαξε την Ευρώπη για πάντα.

Στριμωγμένη ανάμεσα στα εθνικά της συμφέροντα και στα συμφέροντα της Ευρώπης, εξαιτίας του μεγέθους της, της γεωγραφικής θέσης της και της ιστορίας της, η Γερμανία έχει έναν πολύ ειδικό ρόλο στο εσωτερικό μιας ενιαίας δομής, της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αν πάψει να λειτουργεί ως ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης, τότε αυτή παύει να υπάρχει. Αν σταματήσει να δίνει έναν ευρωπαϊκό χαρακτήρα στα εθνικά της συμφέροντα, τότε θα τα ακολουθεί με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι άλλες χώρες, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε μια διαδικασία επανεθνικοποίησης στο εσωτερικό της ΕΕ. Σε ποιο μέτρο η Ενωση θα μπορέσει να αντισταθεί σε αυτή την τάση μόνο το μέλλον θα το δείξει.

Ως τώρα, σε συμφωνία με τα πολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα, η Γερμανία υπήρξε κινητήριος δύναμη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν εγκαταλείψει τον ρόλο αυτόν, οι επιπτώσεις είναι προβλέψιμες: η ΕΕ θα υποχωρήσει από το καθεστώς της Ενωσης Κρατών προς μια συσσωμάτωση που θα μοιάζει όλο και περισσότερο με μια εξασθενημένη συνομοσπονδία που κυριαρχείται από αντιτιθέμενα εθνικά συμφέροντα.

Καλύτερα να μη σκεφθούμε καν τι θα σήμαινε μια τέτοια εξασθένηση της ΕΕ για το μέλλον της Ευρώπης σε ένα διεθνές περιβάλλον που μετασχηματίζεται από την έλευση νέων δυνάμεων και από την ανάδυση νέων διαστάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι όλο και πιο δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η ΕΕ προσπάθησε τόσο πολύ να υιοθετήσει το Σύμφωνο της Λισαβόνας- που είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται μια απλή συνομοσπονδία.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της γερμανικής κυβέρνησης.