Η διεθνής και εσωτερική οικονομική κρίση που διανύουμε ολοκληρώνει ένα πλέγμα αλλαγών, που επισυνέβησαν ήδη από το τέλος του 20ού αιώνα και σηματοδότησαν την εξάρτηση του κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου από το οικονομικό αλλά και βαθιές αλλαγές στη νοοτροπία του υστερο-νεωτερικού «οικονομικού ανθρώπου». Στην Ελλάδα, όμως, η κρίση επιτείνεται από εσωτερικές παραμέτρους που συμπυκνώνονται σε έναν ανομικό κορεσμό, δηλαδή σε μία κατάσταση όπου η διάσταση ανάμεσα στους κοινωνικούς στόχους και τα προσφερόμενα μέσα είναι τέτοια που ακόμη και η διαφθορά, η διάχυση του οικονομικού εγκλήματος και η μαύρη ή άτυπη οικονομία παύουν πια να λειτουργούν αντισταθμιστικά σε προβλήματα πρόσβασης στην ευημερία. Η κατάσταση αυτή επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια, και τροφοδοτεί ακραίες κοινωνικές συμπεριφορές, που συμπυκνώνονται στο σχήμα εχθρός- φίλος και τροφοδοτούν το βίαιο έγκλημα.

Ετσι, φαινόμενα που ήδη αποτελούσαν πρόβλημα για την έννομη τάξη μεταμορφώνονται σε πρωτόγνωρες για την Ελλάδα καταστάσεις βίας από τις οποίες δεν εξαιρείται ούτε το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Το πρόσφατο περιστατικό στα Πατήσια με θύματα μετανάστες ήδη θύματα πολέμου, θέτει σε νέα δοκιμασία την ελληνική κοινωνία. Η άμεση καταδίκη και η απαίτηση εξάρθρωσης της τρομοκρατίας «με έργα και όχι στα λόγια» δεν προσθέτει κάτι νέο στις κοινωνικές αντιδράσεις. Είναι ενδεχόμενο ότι η ποιοτική μεταβολή του φαινομένου στη χώρα μας που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται σε περαιτέρω εξέλιξη. Ειδικότερα, σηματοδοτείται από μία στροφή από τους ευθέως ή εμμέσως «πολιτικούς στόχους» (που και αυτοί τα τελευταία χρόνια δεν διακρίνονται σε πολιτικά σημαντικούς και μη) σε απροσδιόριστους «κοινωνικούς εχθρούς». Υπό αυτή την έννοια η τρομοκρατία λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί και το σύστημα το οποίο καταγγέλλει. Ωστόσο, παρά την αποστροφή που προκαλούν τα γεγονότα, θα ήταν λάθος της Πολιτείας να αρνηθεί να κατανοήσει το φαινόμενο και τις ειδικές αποχρώσεις και παραμέτρους που το συνθέτουν και το τροφοδοτούν, συνεχίζοντας να συγχέει το «κατανοώ» με το «δικαιολογώ»: η πρώτη αντίδραση μιας φοβισμένης κοινωνίας, όπως και ενός φοβισμένου ανθρώπου, είναι το αίτημα εξαφάνισης της εστίας φόβου ή κινδύνου. Ετσι οι προτάσεις περί «μηδενικής ανοχής» μπορεί να είναι εύηχες αλλά προϋποθέτουν, αν μη τι άλλο, την αποκάλυψη της εστίας κινδύνου, πράγμα που δεν συμβαίνει. Η επίκλησή της επομένως λειτουργεί ως ρητορικό σχήμα.

Στις παρούσες συνθήκες δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι η κρίση προσφέρεται ως «νομιμοποιητικός» παράγοντας για τη συσπείρωση ομάδων ανθρώπων γύρω από τα όπλα και τη βία: Δυστυχώς η βία αποτελεί σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά, μια ψυχολογική διέξοδο (παρά μια ορθολογική επιλογή), που οργανώνεται πολιτικά και ενώ από «αριστερά» καταλήγει να βάλλει εναντίον οποιουδήποτε εκπροσωπεί το κράτος και το σύστημα, από «δεξιά» αυτή η εναντίωση προσλαμβάνει κυρίως χαρακτηριστικά εθνικιστικού λόγου, φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού και σε κάθε περίπτωση έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι πιθανόν ότι οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν στο άμεσο μέλλον. Προφανώς δεν πρόκειται για μονόδρομο. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι η τρομοκρατία εξαπλώνεται όταν αντιμετωπίζεται χωρίς εξειδίκευση των διαφορετικών παραμέτρων/κινήτρων που συνθέτουν τα επιμέρους φαινόμενα και ως αποκλειστικά αστυνομικό πρόβλημα. Συρρικνώνεται όμως όταν απονομιμοποιείται πολιτικά, δηλαδή όταν γίνεται κατανοητό από τους ίδιους τους επίδοξους τρομοκράτες ότι τα όπλα οδηγούν σε ατέρμονους πολέμους χωρίς κανένα αποτέλεσμα, εκτός από αυτό του θανάτου.

Η πολιτική απονομιμοποίηση, όμως, δεν είναι δουλειά της Αστυνομίας ούτε των ΜΜΕ αλλά της ίδιας της κοινωνίας και των θεσμών της. Παραδόξως, στην ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ως τώρα μια σοβαρή συζήτηση για τις συνθήκες που παράγουν τη βία, την κάθε είδους βία (από τον χουλιγκανισμό ως την εμπορία ανθρώπων και την τρομοκρατία), ούτε για τους λόγους εξαιτίας των οποίων η ένοπλη βία θεωρείται από κάποιους ελκυστικό μέσο δράσης. Δεν έχουν δε συζητηθεί καθόλου οι συνθήκες υπό τις οποίες άνθρωποι που δεν ανήκουν αρχικά στο ποινικό φαινόμενο μετατρέπονται σε- συχνά κυνικούς- θιασώτες της βίας. Αν γίνεται δεκτό ότι η κρίση οξύνει τα φαινόμενα βίας και τρομοκρατίας, τότε η ανάλυση των κινήτρων δεν μπορεί να θεωρείται διάλογος με τους τρομοκράτες…

Αλλά ακόμη και αν το πρόβλημα εξακολουθήσει να θεωρείται στενά αστυνομικό, η Αστυνομία θα πρέπει να χαράξει νέους ουσιαστικούς προσανατολισμούς ασφάλειας, με κύριο άξονα την αναζήτηση του συστήματος υλικής τροφοδοσίας της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Δηλαδή να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ελέγχου των όπλων και της οικονομίας που τα προωθεί στη λιανική αγορά της «επανάστασης», αφήνοντας κατά μέρος τις θεαματικές δράσεις που θέτουν σε δοκιμασία την αξιοπιστία της Ελληνικής Αστυνομίας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι πίσω από μεγάλες υποθέσεις εγκλήματος βρίσκεται συχνά μια οικονομική παράμετρος που ευνοεί την ανάπτυξή του: έτσι, ενώ κάποιοι πιστεύουν ή διακηρύττουν ότι ο τρόπος τους οδηγεί στη «λύση» ή στη «λύτρωση», κάποιοι άλλοι κερδίζουν προστατευμένοι από κάθε είδους «μηδενικές ανοχές».

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.