Ανάμεσα στη δαιμονοποίηση και στην εξιδανίκευση, ανάμεσα στο απόλυτα καλό και στο απόλυτα κακό υπάρχει πάντα χώρος για συζήτηση. Αυτό προφανώς ισχύει και για τον ρόλο της Εκκλησίας στα χρόνια της εθνεγερσίας. Σε καμία άλλη περίοδο της ιστορίας μας δεν υπήρξε (και δεν υπάρχει) εντονότερη διαμάχη ανάμεσα στα ιδεολογήματα του «ιερού» και του «ανίερου». Για τους μεν- τους περισσότερους- η επίσημη Εκκλησία συνέτρεξε τον Αγώνα με όλες τις δυνάμεις της (ας μη λογαριάσουμε τα «κρυφά σχολειά» ή τον Παλαιών Πατρών Γερμανό…), για τους άλλους συνέβη ακριβώς το αντίθετο: ο αφορισμός της Επανάστασης από τον Πατριάρχη είναι το αναμφισβήτητο τεκμήριο της προδοσίας…

Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η έρευνα έδειξε- με αδιάσειστα πλέον στοιχεία- το αυτονόητο: η ιστορία δεν είναι ούτε απόλυτα μαύρη ούτε απόλυτα άσπρη. Ο Πατριάρχης δεν «πρόδωσε» γιατί απλούστατα ήταν και ο ίδιος- εκ των πραγμάτων- αξιωματούχος της Πόρτας, η εξουσία του ήταν μέρος και προέκταση της οθωμανικής εξουσίας. Η τιμωρία του- παρά τη μακροσκελή αφοριστική εγκύκλιο- ήταν αποτέλεσμα της ανικανότητάς του να συνετίσει και να προλάβει το κακό… Το ίδιο συνέβη και με την επίσημη Εκκλησία: δεν συνέτρεξε εθελουσίως και ολοκληρωτικά τον Αγώνα, παρά την όποια μαρτυρολογική μυθολογία. Πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις κληρικών (πάντοτε υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις), η επίσημη Εκκλησία περισσότερο αναγκάστηκε να αποδεχθεί καταστάσεις και λιγότερο έδρασε εθελουσίως.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμη και σήμερα η Εκκλησία διαθέτει ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία, διαθέτει δηλαδή μια περιουσία καταφανώς ανώτερη από την υλική. Αυτό συνέβαινε και στα χρόνια του Αγώνα, γι΄ αυτό και οι ισορροπίες ανάμεσα στους αγωνιστές/πολιτικούς και στους ιεράρχες ήταν τόσο δύσκολες όσο και αναγκαίες. Από αυτή την άποψη η Εκκλησία βοηθούσε τόσο τον Αγώνα όσο έβλεπε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της. Αυτό άλλωστε εξακολουθεί να συμβαίνει και τώρα- το τελευταίο παράδειγμα απροκάλυπτης και υβριστικής επέμβασης της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή είναι νωπό και όλοι γνωρίζουμε τι όντως ψήφιζε η Δεξιά του Κυρίου. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κάποιος ότι, παρά το γεγονός πως είμαστε ανεξάρτητη Πολιτεία περίπου δύο αιώνες, παρά τα τόσα χρόνια δημοκρατίας, παρά το Αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας και την αντιπαλότητά της με το «αμαρτωλό» Φανάρι, η εκκλησιαστική εξουσία στην Ελλάδα εξακολουθεί και είναι μέρος της νεοελληνικής πολιτικής Πόρτας!

Μπορεί μια θεωρούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση να αναγκάζεται να παίρνει σήμερα μέτρα επαχθή- και, αλίμονο, ατελέσφορα, όπως εικάζεται- αλλά θα της είναι πάρα πολύ δύσκολο να εγείρει θέμα διακριτών ρόλων Εκκλησίας/κράτους. Οσο για τη σημερινή εκκλησιαστική ιεραρχία, παρά το γεγονός ότι δεν λείπουν από τις τάξεις της φωτισμένοι και τίμιοι άνθρωποι, παραμένει αμετακίνητη στα κεκτημένα. Δεν θα αναφερθούμε στα σκάνδαλα τα σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία ούτε στην «ανταρσία» για την ενδεχόμενη φορολόγηση. Είναι όμως τουλάχιστον άτοπο η Εκκλησία να συνεχίζει να επαίρεται για τον εθνοσωτήριο και αφιλοκερδή ρόλο της, και στη διάρκεια του Αγώνα και σήμερα, και ταυτόχρονα να παραμένει ο μεγαλύτερος οικοπεδούχος της χώρας… Επικαλούμενη μάλιστα χρυσόβουλλα βυζαντινά και σουλτανικές ευλογίες. Την ίδια στιγμή που η αληθινή, πολύτιμη περιουσία της χαραμίζεται.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.