Το τοπίο είναι άρρηκτα δεμένο με τον αφηγηματικό και δραματικό κόσμο του Αντον Τσέχοφ, κορυφαίου ρώσου συγγραφέα που γεννήθηκε πριν από 150 χρόνια στην πόλη Τάγκανρογκ, λιμάνι της Αζοφικής θάλασσας. Και αυτό όχι μονάχα επειδή η γη της στέπας και ο ουρανός της ή ο πελώριος, ολάνθιστος βυσσινόκηπος, η εξοχή και η ύπαιθρος όπου διαδραματίζονται καθημερινές σκηνές από τη ζωή των γαιοκτημόνων την ώρα της πτώσης τους, συγκροτούν ένα φυσικό περιβάλλον που χαρακτηρίζει την τσεχοφική πρόζα και δραματουργία, αλλά και γιατί ένα τοπίο όπως αυτό της λίμνης με τον σκοτωμένο γλάρο γίνεται λογοτεχνικό θέμα από τον ίδιο τον Τριγκόριν και σύμβολο για τη μοίρα της Νίνας στον «Γλάρο». Γιατί επίσης ένα τοπίο με τα ρωσικά δάση παρουσιάζεται χαρτογραφημένο από τον γιατρό Αστρόφ στην Ελενα Αντρέγεβα, ενώ στον τοίχο του θείου Βάνια κρέμεται ένας χάρτης της Αφρικής. Επί πολλές δεκαετίες στο ευρωπαϊκό θέατρο τα τσεχοφικά τοπία ήσαν ορατά επί σκηνής, μερικές φορές παραλλάσσοντας την ιδέα της ακριβούς απεικόνισης που είχε κληροδοτήσει η νατουραλιστική παράδοση, συχνότερα όμως ως χώροι αφαιρετικοί που κατοικούνται από τις τσεχοφικές ατμόσφαιρες, ως ψυχικά τοπία που ανταποκρίνονται στο εσωτερικό δράμα και στον ψυχισμό των προσώπων.

Σήμερα το φυσικό τοπίο και μαζί του οι εσωτερικοί χώροι με τα στοιχεία που σηματοδοτούν την ιστορία και συγκεκριμένους κοινωνικούς περίγυρους απουσιάζουν από τις διάφορες σκηνογραφίες. Τι σημαίνουν οι άδειοι τόποι, η έρημη χώρα, οι απροσδιόριστοι ορίζοντες ή τα σκηνικά κουτιά μέσα στα οποία κινούνται στις μέρες μας όλο και περισσότερο οι ήρωες του Τσέχοφ; Ο σκηνογράφος Γιοχάνες Σουτς που είχε συνεργαστεί με τον εκλιπόντα σκηνοθέτη Γύργκεν Γκος σε παραστάσεις οι οποίες σημάδεψαν την πρόσφατη πρόσληψη του Τσέχοφ στη Γερμανία, είχε τοποθετήσει το 2007 τα πρόσωπα του «Θείου Βάνια» σε ένα σκηνικό κουτί με έναν γυμνό πάγκο κατά μήκος του τοίχου. Προς μιαν αντίστοιχη κατεύθυνση κινείται και ο σκηνογράφος Χέρμπερτ Μουράουερ, καθώς στον «Θείο Βάνια» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Εθνικό Θέατρο τοποθετεί τους ηθοποιούς ανάμεσα στους ψηλούς τοίχους μιας απογυμνωμένης αίθουσας, σε στάση αναμονής, προτού κινηθούν προς το προσκήνιο: τα πρόσωπα περιμένουν καθισμένα, είτε σε έναν ασφυκτικό πάγκο, σύρριζα στον τοίχο, είτε σε μια, σχεδόν παράλληλη προς αυτόν, σειρά από σεζ λονγκ ατενίζοντας προς τα φωτεινά παράθυρα την υποτιθέμενη φύση. Στον «Βυσσινόκηπο», πάλι, που ανέβασε ο Μίχαελ Τάλχαϊμερ στη Στουτγάρδη, η σκηνογραφία του Ολαφ Αλτμαν συνοψίζεται σε μια τεράστια γκρίζα επιφάνεια, ενώ πάνω στον ορίζοντά της, σε μια μεταιχμιακή γραμμή, κινούνται οι ανθρώπινες φιγούρες σαν σε θέατρο σκιών προτού ο ουρανός μετακινούμενος προς τα εμπρός συμπιέσει τον ζωτικό χώρο τους και κάνει τα πρόσωπα να λυγίσουν κάτω από το βάρος του.

Βεβαίως μπορούμε να προσεγγίσουμε τις παραπάνω σκηνικές χωροταξίες από τη σκοπιά μιας μετα-μπρεχτικής σκηνικής αισθητικής όπου οι τομές και το ήθος της απόστασης παίζουν πάντα καθοριστικό ρόλο. Η μετα-μπρεχτική διάσταση γίνεται σαφέστερη αν λάβουμε υπόψη τη σκηνοθετική στρατηγική (κοινή σε όλες τις τσεχοφικές παραστάσεις με τους μη αναπαραστατικούς χώρους, από τα θεάματα του Στέφαν Πούχερ στο τέλος της δεκαετίας του ΄90 ως τον πρόσφατο Τσέχοφ του Τάλχαϊμερ) που υποχρεώνει τους ηθοποιούς να έρχονται στο προσκήνιο και να αντιμετωπίζουν από κοντά τον θεατή, να επικεντρώνονται στη μοναξιά και στην ιδιορρυθμία των προσώπων, να καταδείχνουν την ανθρώπινη συμβίωση ως απλή συμπαράταξη, να λένε το τραγούδι τους και κυρίως να προβάλλουν την ιδιότητα του ερμηνευτή ή περφόρμερ. Αλλά αν για τον Μπρεχτ ίσχυε ότι ο επικός ηθοποιός υιοθετώντας τις τεχνικές της αποστασιοποίησης έβγαινε προς στιγμήν έξω από τον ρόλο και στεκόταν δίπλα του, τώρα σε πολλές τσεχοφικές παραστάσεις ο ηθοποιός μοιάζει να στέκεται ως περφόρμερ πάντα μπροστά από τον ρόλο, διατηρώντας τον σαν είδωλο ή φάντασμα στη σκιά.

Δεν αρκεί όμως, νομίζω, η αναγωγή σε μια μετα-μπρεχτική αισθητική για να κατανοήσουμε το φαινόμενο των άδειων σκηνών που αποποιούνται το τσεχοφικό φυσικό και πολιτισμικό τοπίο, όπως δεν αρκούσε και παλαιότερα η αναγωγή στην μπεκετική υπόσταση των τσεχοφικών προσώπων. Εδώ χρειάζεται να κινηθούμε πέρα από τις καθαρά ενδοθεατρικές αναφορές και να συνυπολογίσουμε τη σύγχρονη συνείδηση και φιλοσοφία του χώρου.

Αυτό που ο Μισέλ Φουκό έγραφε το 1967 για τους έτερους τόπους, θεωρώντας ότι ο 20ός αιώνας μπορεί να κατανοηθεί ως αιώνας του χώρου σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα που είχε μιαν εμμονή στην Ιστορία και σε θέματα όπως η ανάπτυξη, η εξέλιξη, η συσσώρευση του παρελθόντος χρόνου, φωτίζει τον ανθρωπολογικό περίγυρο μέσα στον οποίο παρατηρούμε πώς το θέατρο του καιρού μας διαχειρίζεται τοπογραφικά τη σημερινή εμπειρία του χώρου. Ο αφαιρετικός σκηνικός χώρος στις τσεχοφικές παραστάσεις, καθώς βασικά αποποιείται την ιστορική μνήμη στο όνομα ενός ρευστού παρόντος, ανάμεσα σε ένα «άλλοτε» και σε κάποιο «αργότερα», είναι μια σκηνή θεάτρου που παίζει με την ιδέα της ατοπίας στεγάζοντας τα σώματα των ηθοποιών σκόρπια, κοντά ή μακριά το ένα από το άλλο, σε διαδοχικούς χορογραφικούς σχηματισμούς. Με τον σκηνοθέτη πλοηγό για τις διαδρομές των ηθοποιών, είναι μια επιφάνεια παιχνιδιού και επικοινωνίας με τον θεατή που σηματοδοτεί την εξαφάνιση των πραγμάτων, μια διαταραχή του μνημονικού και της αίσθησης του χρόνου.