Η σύσταση των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής για τις μεγάλες υποθέσεις σκανδάλων επαναφέρει στο επίκεντρο του προβληματισμού τις σχέσεις εγκλήματος, οικονομίας και πολιτικής. Τέτοιες υποθέσεις, όπως και άλλες που δεν εμπλέκουν τη Βουλή, αποκαλύπτουν τις μεγάλες διαστάσεις του εγκλήματος του λευκού περιλαίμιου και του οργανωμένου-οικονομικού εγκλήματος στη χώρα. Οι πολυεπίπεδες προεκτάσεις τους είναι ανάγκη να συνυπολογίζονται στις εκτιμήσεις για τη συνολική ποιοτική μεταβολή της εγκληματικότητας στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια. Διαπιστώνουμε έτσι εκ των υστέρων, ότι ενώ τα προηγούμενα χρόνια ο επίσημος δημόσιος λόγος και η «κοινή γνώμη» ταύτιζαν την εγκληματικότητα με τα εγκλήματα του δρόμου, ταυτόχρονα σε κύκλους εξουσίας που δρούσαν στη σκιά της δημοσιότητας διαμορφώνονταν εγκληματικές σχέσεις και σχέδια, τα οποία τελικά έχουν βαριές συνέπειες για την ελληνική κοινωνία.

Τα μεγάλα σκάνδαλα και οικονομικά εγκλήματα (βλ. υποθέσεις Βατοπεδίου, Χρηματιστηρίου, Siemens, παραδικαστικού κυκλώματος, ΜΕΒΓΑΛ, ομολόγων, υποκλοπών, της CosmoteΓερμανός) άρχισαν και εξελίχθηκαν στο ίδιο διάστημα που η κοινή εγκληματικότητα σημείωσε ποσοτικά και ποιοτικά «άλματα», το κοινό οργανωμένο έγκλημα διείσδυσε στον κοινωνικό ιστό και κυριάρχησε ο φόβος του εγκλήματος. Ο τελευταίος, όμως, ταυτίστηκε μόνο με την εγκληματικότητα του δρόμου, των μεταναστών και άλλων κοινωνικά ευάλωτων ομάδων. Στο παζλ της παρανομίας, εν μέσω μιας αμφίσημης στάσης του κοινωνικού σώματος, η καταστολή προστέθηκε ως άλλο ένα πρόβλημα παρανομίας στα ήδη υπάρχοντα. Το ζήτημα των δικαιωμάτων από ενδείκτη της σχέσης κράτους- πολιτών μετεξελίχθηκε σε ζήτημα βίας στις σχέσεις αστυνομίας- πολιτών και πέρασε στη «συνήθη καθημερινότητα»: βία κατά φοιτητών και νέων, κατά μεταναστών, επιχειρήσεις-«σκούπα» κατέληξαν να αποτελούν συνήθη ημερήσια ειδησεογραφία. Υστερα ήρθαν η πολυεπίπεδη έκρηξη βίας, ο φόβος όλων προς όλους: η δολοφονία Γρηγορόπουλου, οι καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας, η υπόθεση Κούνεβα, η νέα τρομοκρατία, η οικονομική κρίση, η «ασφυξία», ο απροκάλυπτος ρατσισμός. Στο ίδιο διάστημα, αν και το ζήτημα της ασφάλειας κυριαρχούσε στις προτεραιότητες της αντεγκληματικής πολιτικής, συνδέθηκε συστηματικά μόνο με την εγκληματικότητα του δρόμου, τις διαδηλώσεις και αριθμητικές – ποσοτικές αναγνώσεις των (προβληματικών) στατιστικών της εγκληματικότητας.

Επομένως, όσα συμβαίνουν 15 χρόνια τώρα στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν ότι η εγκληματικότητα που συνδέεται με τον φόβο του εγκλήματος αποτελεί το ορατό μόνο μέρος της συνολικής εγκληματικότητας και ότι το εγκληματικό φαινόμενο δεν συνδέεται μόνο με εντάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις στη βάση της κοινωνίας, ούτε με τον ηθικό εκφυλισμό της τελευταίας. Αντίθετα, αυξητικές τάσεις στο καθημερινό έγκλημα υποδεικνύουν ότι κάτι συμβαίνει και προς «τα πάνω». Η νεοσυντηρητική θεωρία της μηδενικής ανοχής στο έγκλημα (που στην Ελλάδα το νόημά της χρησιμοποιείται κατά βούληση) κυριάρχησε μέσα από αντίστοιχες «αρνήσεις» διερεύνησης των εγκλημάτων του κράτους και των ισχυρών. Διαπλοκές, συγκρούσεις συμφερόντων και ροές κεφαλαίων που αναπτύσσονται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας και συχνά δυσδιάκριτες σχέσεις ανάμεσα σε αυτήν και στο κοινό έγκλημα «καρποφορούν», μόνον όταν η άτυπη κοινωνική αντίδραση είναι επικεντρωμένη στο «μερικό» και στο «ορατό», δηλαδή στην εγκληματικότητα της καθημερινότητας και στην ενεργοποίηση των ποινικο-κατασταλτικών μηχανισμών. Κάθε άλλη αντεγκληματική πολιτική παραπέμπει σε δημοκρατική και συνταγματική λειτουργία των θεσμών, του κρατικού μηχανισμού, σε αυξήσεις προϋπολογισμών κοινωνικών παροχών και Παιδείας, σε δημοκρατικό έλεγχο των δημόσιων οικονομικών και των οικονομικών της ασφάλειας, σε ορθολογική διαχείριση κεφαλαίων και θέσεων εξουσίας: δηλαδή σε μία νόμιμη αναδιανομή πλούτου, στο πλαίσιο της οποίας το παγκοσμίως κυκλοφορούν αδέσμευτο χρήμα δεν έχει θέση. Ετσι η ασφάλεια συναρτάται με τη δημοκρατία. Στις μέρες μας, που εκτός από το οικονομικό και το οργανωμένο έγκλημα και ο ρατσισμός ήδη χτυπάει τηνπόρτα, η ζητούμενη ασφάλεια δεν μπορεί πια να αφορά μόνο τα Εξάρχεια, τους μετανάστες και το λιανικό εμπόριο ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας. Ο αναστοχασμός για τα ζητήματα αυτά δεν επιτρέπει πλέον σε κανέναν την προσποίηση άγνοιας για εγκλήματα που συμβαίνουν στην «κορυφή» της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια η έξοδος από την κρίση οφείλει να περιλαμβάνει και το δικαίωμα στην ασφάλεια, η επίκληση του οποίου δεν συνιστά ρητορικό σχήμα. Το δικαίωμα στην ασφάλεια πρέπει να συναρτηθεί με την πραγματική ασφάλεια κάθε ανθρώπου εντός της Επικράτειας και με τον σεβασμό των δικαιωμάτων του, όχι σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο αλλά στο επίπεδο δυνατότητας πρόσβασής του στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές. Μία τέτοια διάσταση της ασφάλειας μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη δημοκρατική λειτουργία, τον δημοκρατικό έλεγχο και την αυτοδέσμευση των θεσμών και της εξουσίας σε όλη την κλίμακα λειτουργίας τους. Κάθε τι άλλο είναι μερικό, αποσπασματικό και όχι μόνο δεν διορθώνει αλλά χειροτερεύει τα πράγματα, καθώς διασπά περαιτέρω το αίσθημα του ανήκειν σε μια κοινωνία και αναπαράγει έναν κοινωνικό συντηρητισμό με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η κυρία Σοφία Βιδάλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.