Το κόστος δανεισμού των οικονομιών στην ευρωζώνη προσδιορίζεται από τη διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων τους και του αντίστοιχου γερμανικού (spread). Η διαφορά στις αποδόσεις μετρείται συνήθως σε σημεία βάσης (base points) όπου μια διαφορά 1% ισοδυναμεί με 100 σημεία βάσης. Αυτή η διαφορά στις αποδόσεις μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού κινείται ανοδικά το τελευταίο διάστημα και έχει λάβει τιμές μεγαλύτερες των 370 μονάδων βάσης (δηλαδή, διαφορά αποδόσεων 3,7%). Η συγκεκριμένη εξέλιξη, όπως είναι φυσικό, δημιούργησε και δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον εξωτερικό δανεισμό της Ελλάδας. Το υψηλό κόστος δανεισμού μετακυλίεται στο κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους το μετακυλίουν στα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, με αποτέλεσμα να δημιουρ γούν ασφυξία στην ελληνική αγορά. Σημαντικό είναι να δούμε ποιοι είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής της πολύ μεγάλης διαφοράς (spread). Μπορούμε να απομονώσουμε τρεις σημαντικές συνιστώσες αυτής της διαφοράς: α) το ασφάλιστρο κινδύνου για την πιθανότητα πτώχευσης (Credit Default Swap premia, γνωστό και ως CDS premia), β) τη χρηματοοικονομική ρευστότητα της οικονομίας (liquidity) και γ) μία επιπλέον παράμετρο που αντικατοπτρίζει την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Ο τελευταίος παράγοντας επιβαρύνεται όχι τόσο από τις διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης που ενδέχεται να υπάρχουν στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης (που είναι φυσικό να υπάρχουν σε κάθε κυβέρνηση) αλλά από τον τρόπο που προβάλλονται από τον διεθνή Τύπο (βλέπε για παράδειγμα «Financial Τimes»). Επιπροσθέτως η διαρκής αναθεώρηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων λειτουργεί σωρευτικά και επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το έλλειμμα αξιοπιστίας (βλέπε δήλωση για «Greek statistics»).

Οι παράγοντες που προσδιορίζουν καθοριστικά τις διαφορές αποδόσεων των ελληνικών από τα αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα (spreads) είναι πρωτίστως η χρηματοοικονομική ρευστότητα και ακολουθούν η πιθανότητα πτώχευσης (CDS) και το έλλειμμα αξιοπιστίας. Η πιθανότητα πτώχευσης (CDS) επηρεάζεται κυρίως από βραχυχρόνια κερδοσκοπικά παιχνίδια, από τα οποία είναι πολύ πιθανόν να απομακρυνθούμε καθώς το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας δεν δικαιολογεί τη δημοσιότητα που η τελευταία έχει λάβει. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εγγύηση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Ενωση, παρ΄ ότι αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS premia) και να αδυνατίσει σημαντικά τις όποιες κερδοσκοπικές πιέσεις, δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού. Σε αυτή τη φάση η οικονομία χρειάζεται σημαντικά μέτρα τόνωσης της χρηματοοικονομικής ρευστότητας από τη μία μεριά και αποτελεσματικότερο συγχρονισμό στον τρόπο με τον οποίο εξωτερικεύεται η υιοθετημένη οικονομική πολιτική από την άλλη. Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση θα οδηγήσουν σε μείωση των διαφορών απόδοσης (spreads) και θα κάνουν τον δανεισμό τόσο των εμπορικών τραπεζών όσο και των επιχειρήσεων φθηνότερο. Αυτά αναμένεται να επιδράσουν θετικά στη βελτίωση των δεικτών οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος και ακόμη σημαντικότερο να οδηγήσουν σε αυξημένη εισροή κεφαλαίων (επαναφορά και όχι μόνο) που θα επιτρέψουν παραγωγικές επενδύσεις με υψηλούς πολλαπλασιαστές ώστε να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά οι επιπτώσεις που θα έχει ο νόμος για τη ρύθμιση χρεών στις τράπεζες έτσι ώστε σε περίπτωση που αυτός οδηγήσει σε μείωση της ρευστότητας να χρειασθεί επανεκτίμηση των μέτρων αυτών.

Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Κeele.

Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.