Την περασμένη εβδομάδα τράβηξε την προσοχή μου μια μικρή είδηση από το Τρέισι της Καλιφόρνιας. Ενας τοπικός σταθμός μετέδωσε ότι « οι κάτοικοι του Τρέισι θα πρέπει πλέον να πληρώνουν κάθε φορά που καλούν το κέντρο άμεσης βοήθειας. Μπορούν να καταβάλλουν οικειοθελώς το ποσό των 35 ευρώ ετησίως, γεγονός το οποίο θα τους επιτρέπει να καλούν τα επείγοντα όσες φορές χρειαστεί. Αν δεν καταβάλλουν την ετήσια συνδρομή, θα χρεώνονται με το ποσό των 220 ευρώ για κάθε έκκληση προς βοήθεια ».

Καλώς ορίσατε στην εποχή των ισχνών αγελάδων.

Μάλιστα κύριοι, μόλις τελείωσαν τα 70 πλουσιοπάροχα χρόνια που είχαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες χάρη στη «μεγάλη γενιά» του 1940 και στην αφθονία της ελευθερίας και της ευημερίας, τις οποίες δημιούργησε για εμάς. Τα τελευταία 70 χρόνια, κάθε μορφή διακυβέρνησης στη χώρα – μιας Πολιτείας ή μιας εταιρείαςείχε στόχο τις παροχές, τη δημιουργία από το μηδέν, τη μείωση των φόρων ή τη χορήγηση επιδομάτων. Τώρα όμως υπάρχει η αίσθηση ότι μπαίνουμε σε μια νέα εποχή « όπου το σπουδαίο έργο της διακυβέρνησης και της ηγεσίας θα σχετίζεται με το να αφαιρείς αγαθά από τους ανθρώπους », όπως είπε ο ειδικός επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς Μάικλ Μάντελμπαουμ.

Πράγματι, στις ημέρες μας διακυβέρνηση σημαίνει περικοπές, απολύσεις ή μειώσεις υπηρεσιών, προγραμμάτων ή προσωπικού. Περάσαμε από την εποχή των κυβερνητικών παροχών στην εποχή που οι πολίτες πρέπει να πληρώνουν.

Ας ελπίσουμε τα χρόνια της λιτότητας να είναι μόνον επτά. Αυτό θα εξαρτηθεί κατά πολύ από εμάς και από το κατά πόσο θα σταθούμε στο ύψος των οικονομικών προκλήσεων. Οι γονείς μας ανήκαν πράγματι στη «μεγάλη γενιά». Εμείς, αλίμονο, ανήκουμε σε αυτήν την οποία ο συγγραφέας Κουρτ Αντερσεν περιέγραψε ως «γενιά της ακρίδας»- πέφτουμε σαν τις πεινασμένες ακρίδες επάνω στα αγαθά που μας κληροδότησαν. Τώρα, εμείς και τα παιδιά μας, πρέπει να γίνουμε «η Αναγέννηση», η γενιά που θα ανανεώσει, θα αναζωογονήσει και θα ανοικοδομήσει την Αμερική για τον 21ο αιώνα.

Η κακή τύχη του Ομπάμα ήταν ότι εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που περνούσαμε από την ευημερία στη φτώχεια. Η αποστολή του είναι να ηγηθεί της Αναγέννησης. Αυτό το αντιλαμβάνεται πλήρως, αν και δεν το έχει εκφράσει ακόμη μεγαλόφωνα. Στην πραγματικότητα, αυτό που προκαλεί σύγχυση σχετικά με τον Μπαράκ Ομπάμα είναι πώς ένας πολιτικός με τόσα ρητορικά χαρίσματα, που προσπαθεί να κάνει τόσο αξιόλογα πράγματα, δεν μπορεί να βρει μια ξεκάθαρη και απλή αφήγηση για να εξηγήσει την πολιτική του, ενώ είναι τόσο προφανής.

Ο Ομπάμα κέρδισε τις εκλογές διότι μπόρεσε να προσεταιριστεί έναν σημαντικό αριθμό ψήφων ανεξάρτητων- ακόμη και Ρεπουμπλικανών που δεν είχαν ψηφίσει Δημοκρατικό ποτέ τους-, επειδή καταλάβαιναν ενστικτωδώς ότι η χώρα βρισκόταν σε λάθος δρόμο και ότι είχε απεγνωσμένα ανάγκη από μια εθνική ανοικοδόμηση, την οποία δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας ο Τζον Μακ Κέιν. Αυτοί οι άνθρωποι πίστεψαν ότι ο κ. Ομπάμα, παρά τα προοδευτικά του πιστεύω, διέθετε τα μοναδικά χαρίσματα, την ιδιοσυγκρασία, τη φωνή και τις αξίες για να οδηγήσει δυναμικά την Αμερική στον 21ο αιώνα.

Αλίμονο όμως, αντί να κάνει την εθνική ανοικοδόμηση της Αμερικής τον κύριο στόχο και να υποτάξει σε αυτόν τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας και εκπαίδευσης, καθώς και τα ζητήματα της ενέργειας, των υποδομών, της ανταγωνιστικότητας και της μείωσης του ελλείμματος, εκείνος επεδίωξε να επιτύχει το καθένα χωριστά.

Και αυτό έκανε κάθε πρωτοβουλία να μοιάζει σαν μεμονωμένη εμμονή για την «αποζημίωση» των Δημοκρατικών ψηφοφόρων και όχι ως απαραίτητο στοιχείο μιας στρατηγικής για την ανοικοδόμηση του έθνους. Συνεπώς, αποδείχτηκε εύκολο να παρεμποδιστούν, να αναχαιτιστούν ή και να μη νομιμοποιηθούν οι πρωτοβουλίες αυτές από πολιτικούς αντιπάλους και λομπίστες. Ετσι, ο «ομπαμισμός» μοιάζει, στην κακή του εκδοχή, με ένα συνονθύλευμα ζητημάτων και, στην καλή του, με μια λίστα εργασιών προς διεκπεραίωση, η οποία κυριαρχείται υπερβολικά από τη μεταρρύθμιση του συστήματος Υγείας αντί να προέχει η καινοτομία και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Καθόλου δεν θυμίζει ένα μεγάλο, εμπνευσμένο σχέδιο που μπορεί να αξιοποιήσει το μεγάλο δυναμικό της Αμερικής. Σίγουρα η ανάληψη της προεδρίας στην αρχή μιας περιόδου ισχνών αγελάδων δεν αποτελεί εύκολο έργο. Ο πρόεδρος πρέπει να πείσει τη χώρα να επενδύσει στο μέλλον και ταυτοχρόνως να πληρώσει για την κακοδιαχείριση του παρελθόντος. Πρέπει να πληρώσουμε για περισσότερα νέα σχολεία και υποδομές από ποτέ, ενώ παράλληλα πρέπει να αποδεχτούμε περισσότερες περικοπές από ποτέ, την ώρα που η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση βρίσκεται στο ναδίρ.

Επιπλέον, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν έχει υπάρξει ποτέ πιο ανεύθυνο. Αφότου βοήθησε ώστε να εκτοξευτεί το έλλειμμα σε ύψη ρεκόρ κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεδρίας Μπους, τώρα εμφανίζεται απρόθυμο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με την αύξηση των φόρων.

Αν και αναμφίβολα θα βοηθούσε αν ο πρόεδρος είχε μια πιο συνεκτική κεντρική αφήγηση, δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι κάτι τέτοιο από μόνο του θα έλυνε όλα τα προβλήματα. Πρέπει να απαιτήσουμε την αλήθεια από τους πολιτικούς μας και να είμαστε έτοιμοι να την αποδεχτούμε.

Απλούστατα, δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλήσουμε άλλη μία προεδρία. Δεν υπάρχουν άλλα «πλούσια» χρόνια. Αν αποτύχει ο Ομπάμα, θα αποτύχουμε όλοι.