Oποιος έχει την υπομονή να παρακολουθεί τις συνεντεύξεις Τύπου που δίνουν ύστερα από κάθε αγώνα οι προπονητές των συλλόγων της ελληνικής Super- ο Θεός να την κάνει- League, θα έχει διαπιστώσει ότι, σε πείσμα των εντυπώσεων, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής μάς κληροδότησε και κάτι πέρα από την οικονομική ασφυξία και ανυποληψία της χώρας. Το «σεμνά και ταπεινά» έχει, αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα που το επαναλαμβάνουν, γοητεύσει τους κόουτς, ιδίως όσων ομάδων αντιμετωπίζουν το φάσμα του υποβιβασμού.

Δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος αν η φράση του κ. Καραμανλή επιβιώνει επειδή οι συνεργάτες του αποδείχθηκαν οι πρώτοι παραβάτες της, όπως είπε χαριτολογώντας (αλλά εννοώντας το) έλληνας διπλωμάτης. Βέβαιο όμως είναι ότι εκφράζει την ίδια στρέβλωση προτεραιοτήτων στον επαγγελματικό αθλητισμό όπως και στην- επίσης επαγγελματική- πολιτική διοίκηση. Από τους ποδοσφαιριστές δεν αξιώνει κανείς σεμνότητα και ταπεινότητα (όσο και αν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι πάντα επαινετά), αλλά να αμύνονται αποτελεσματικά και να οργανώνουν τελεσφόρους επιθέσεις. Αναλόγως, από τους πολιτικούς διαχειριστές κρίσιμο ζητούμενο είναι το αποτέλεσμα- εν προκειμένω η επίλυση της δυσχερέστατης «εξίσωσης» να ανορθωθεί η οικονομία της χώρας χωρίς οι θυσίες να περιαγάγουν σε στέρηση τον πληθυσμό της.

Οι κυβερνήσεις του κ. Καραμανλή, ιδίως στην οικονομία, υποκατέστησαν το κριτήριο του αποτελέσματος με εκείνο της ηθικής- ή, ακριβέστερα, της ηθικολογίας, μια που στα λόγια έμεινε η έμφαση, ενώ «έργω» τα στελέχη αποκτούσαν ακίνητα και εξωχώριες εταιρείες. Η δε ηθικολογία δεν αναφερόταν σε πολιτική ηθική, στο ποιους ευνοούσαν πράγματι οι κυβερνήσεις σε σχέση με τις εξαγγελίες τους, αλλά ανήγε σε μείζον την τήρηση του ποινικού νόμου: ζητούμενο είναι ποιος δεν κλέβει- και ας αφήνει πίσω του συντρίμμια, όχι ποιος κάνει τη δουλειά. Είδαμε τις συνέπειες. Αφενός οι στεντορεία τη φωνή ηθικολογούντες αποδεικνύονται συνήθως άνθρωποι με μακρύ χέρι, αφετέρου οι επιπτώσεις της κλοπής είναι συχνά ελάσσονες εκείνων της ανικανότητας. Ο συνδυασμός και των δύο αποβαίνει θανατηφόρος.

Aνασύρω το θέμα όχι δίκην μνημοσύνου στην αρνητική κληρονομιά του πρώην πρωθυπουργού, αλλά επειδή ήδη διαφαίνεται ο κίνδυνος μιας νέας ηθικολογίας. Η πολλή «φυλακολογία» περί φοροδιαφυγής, η αντίδραση στα κίνητρα επαναπατρισμού κεφαλαίων με το επιχείρημα ότι διευκολύνουν μονάχα το μαύρο πολιτικό χρήμα, ο οικολογικός φανατισμός που υπαγορεύει ότι ιδιοκτήτες οικοπέδων αξίας εκατομμυρίων, π.χ., στη Μύκονο δεν μπορούν να χτίσουν τίποτε- και ας ζητήσουν αποζημίωση-, όλα αυτά συνθέτουν έναν λόγο πρόχειρης ηθικής που παραγνωρίζει τις περιστάσεις και την οξεία ανάγκη μας για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Η επιφύλαξη απέναντι σε αυτή τη ρητορεία δεν σημαίνει πρόταση να παραδοθεί η χώρα στη μαφία ή στους εργολήπτες. Απλώς θυμίζει τι απέφερε η ηθικολογία των τελευταίων ετών- και ότι η αντιμετώπιση των προβλημάτων μας είναι, ας το ξαναπούμε, άσκηση ρεαλισμού. Χρειαζόμαστε «γάτες», όχι αγιασμό.