Από τη σκοπιά της κρατικής εξουσίας και των τρόπων διάχυσής της στο σύνολο της επικράτειας επιχειρείται, για μιαν ακόμη φορά, η ανασύνταξη του χάρτη της Αυτοδιοίκησης με τη «χάραξη» νέων διοικητικών ορίων, κάποτε με την έμμεση παρώθηση της «γραφειοκρατίας των Βρυξελλών». Τούτο ονομάζεται «διοικητική μεταρρύθμιση» και οι προσδοκίες των εισηγητών της είναι να υπάρξουν «ισχυρά κέντρα προγραμματισμού» και η «αποτελεσματικότερη διαχείριση υπηρεσιών».

Προφανώς, μια τέτοια αποβλεπτικότητα εκ προοιμίου διαθέτει υψηλό δείκτη επιδοκιμασίας, τόσο για την πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση όσο και για την «περιφερειακή», αιρετή κι αυτή, αρκεί να μην προκύψουν περιφέρειες-«υβρίδια» ή ναρκοθετημένες εξ υπαρχής συνενώσεις. Αναμφίβολα, έχουν εκπονηθεί οι ανάλογες μελέτες, με τη συμμετοχή αρμόδιων φορέων και εμπειρογνωμόνων. Αν μείνουμε στη χώρα μας, μπορεί κανείς να αναζητήσει την όποια απόσταση ανάμεσα στη «μελέτη σκοπιμότητας» και στις προτάσεις για την «εφαρμογή» της. Επομένως, το πρώτο που θα διερευνήσει κανείς είναι αν αντιμετωπίζονται ως παντελώς δεδομένοι οι 914 δήμοι και οι 120 κοινότητες που προήλθαν από το πρόγραμμα «Καποδίστριας» (το ιστορικό περιεχόμενο του συμβολισμού δεν υπήρξε μονοσήμαντο), χωρίς να έχει υπάρξει «αναλυτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων» του, και συναφώς αν τα προτασσόμενα κριτήρια ως προς τη «χάραξη» των νέων διοικητικών ορίων είναι διακοσμητικά και τελικώς δεν λαμβάνονται υπόψη. Πράγματι, προβάλλονται λόγοι «απλότητας», «ευκολίας» και «ρεαλισμού» που κρατούν ακμαία οδηγητικά σχήματα τα παλαιότερα, ενώ συνακόλουθα εμφανίζεται ρητορική και ανέξοδη η αναφορά στις «ελάχιστες οριακές περιπτώσεις» που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως «εξαιρέσεις»;

Με μονάδα σύγκρισης δημοτικά διαμερίσματα, μεγάλα τμήματα σημερινών δήμων, επαρχιών και νομών προβλέπεται να διεξαχθεί μια εντελώς συγκεκριμένη συζήτηση για το αν τα «γενικά και απλά κριτήρια» βρίσκονται να υπερίπτανται της πραγματικότητας και επομένως να μην εφαρμόζονται στην «πραγματική γεωγραφική ενότητα». Αναγνωρίζω ότι θα ξεφυτρώνουν λογής λογής ενδιαφερόμενοι, μεταπράτες της «τοπικότητας» και φωνασκοί του «τοπικισμού» που δεν είναι ανιδιοτελείς. Μνημονευόμενα ωστόσο αυτά τα «κριτήρια» αναμένεται να στοιχειοθετηθούν επαρκώς αντιπαραδείγματα μιας τέτοιας έωλης «εφαρμογής», με πάγιους βέβαια τους υπάρχοντες «καποδιστριακούς» δήμους.

Πώς θα σχηματισθεί η νέα ονομασία; Θα επιλεγεί κάτι το εντελώς νέο ή το εντελώς παλαιό; Ή μήπως θα προκύψει μακρόσυρτα, με την παράθεση της επωνυμίας των υπό συνένωση τριών ή τεσσάρων δήμων; Και ποια τελικώς θα προκριθεί ως έδρα, δηλαδή η έδρα του δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου που θα ασκεί «επιτελικές και προγραμματικές αρμοδιότητες»; Θα πρόκειται μόνο για γεωγραφικό κέντρο ή για την «πόλη-κέντρο» που για την ώρα δεν υπάρχει; Πώς λοιπόν θα ευοδωθεί η «διαρκής και λειτουργική σχέση» των χρόνια τώρα πολυδιασπασμένων μερών του νέου δήμου;

Συγκεκριμένα, αν ως «καθημερινή ζωή» ορίσουμε τον εργάσιμο και τον υπό διάθεση χρόνο, είναι δυνατόν οι δημότες/κάτοικοι ενός τέως δήμου ή ενός μεγάλου διαμερίσματος να μη συνδέονται καθόλου με το νέο διοικητικό τους κέντρο; Δηλαδή, σχεδόν στο σύνολό τους, να εργάζονται, να ψυχαγωγούνται, να στέλνουν τα παιδιά τους σε πρωινά και «απογευματινά» σχολεία κτλ. σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, στον δήμο εκείνο με τον οποίο τους συνδέει «αστική συγκοινωνία» πέντε φορές την ημέρα και συναποτελούν «λειτουργική οντότητα». Μέσα από τη νεότευκτη γεωγραφική απομόνωση πώς θα συντελεσθεί η «οικονομική αυτοδυναμία» των νέων δήμων; Τι ποσοστό θα τους αναλογεί ως προς τη «φορολογική αποκέντρωση»; Μπορεί να προβλεφθεί ως «οικονομικό κριτήριο» η «επιρροή της πόλης» όταν αυτή δεν υπάρχει εντός του νέου δήμου; Τι είδους σχέση «ιδίων εσόδων προς συνολικά έσοδα» και «ανελαστικών δαπανών προς συνολικές δαπάνες» αναμένεται να καταγραφεί; Τι ποσό θα εισπραχθεί από τέλη παρεπιδημούντων και εκδιδομένων λογαριασμών εστιατορίων όταν από δύο έγιναν μισό τοις εκατό;

Και στην περίπτωση «χάραξης» των νέων διοικητικών ορίων δεν απαιτείται μόνο «τηλεσκόπιο» αλλά και «μικροσκόπιο». Αν μείνουμε στο πρώτο και επικρατήσουν μακροσκοπικές «λύσεις γεωγραφίας», τότε θα επιβληθούν οδυνηρές «χαρακιές» στο σώμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αν συνυπολογισθεί και η «μικροσκοπική» θεώρηση του ζητήματος, τότε δεν θα παρακαμφθεί η σημασία και άλλων κριτηρίων, όπως είναι η υπερχρέωση ορισμένων δήμων και η πληθώρα των υπαλλήλων που διαθέτουν.

Συμπερασματικά, για τις ενστάσεις και τις υπομνήσεις που διατυπώνω σ΄ αυτό το άρθρο γνωρίζω δύο τουλάχιστον παραδείγματα δήμων της χώρας που στο πλαίσιο μιας δημόσιας «διαβούλευσης» επιβάλλεται να εξετασθούν εξ υπαρχής. Εχω τις επωνυμίες τους και τους λόγους που απαιτούν τη «βέλτιστη λύση» για κάθε ενδιαφερόμενο να στήσει ευήκοον ους.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.