Προτάσεις για έλεγχο των κερδοσκοπικών κεφαλαίων ετοιμάζει ο Μισέλ Μπαρνιέ, νέος επίτροπος της ΕΕ για την εσωτερική αγορά· κοινή θέση για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής αναμένεται να παρουσιάσει αύριο στη Σύνοδο Κορυφής ο «γαλλογερμανικός άξονας». Αμήν για αμφότερα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πρόκειται μόνο για υψηλές θεωρίες οι οποίες θα παρατείνουν την πολιτική απονεύρωση της ΕΕ απέναντι στον τζόγο των «αγορών». Απονεύρωση η οποία δεν πετυχαίνει άλλο από το να δικαιώνει εκ των υστέρων την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος από Γάλλους και Ολλανδούς, το 2005, την αποχή από τις ευρωεκλογές και τον ευρωσκεπτικισμό.

Δεν πρόκειται τόσο για την επίθεση στους ασθενείς της ευρωζώνης όσο για το συνολικό ύφος των οργάνων της ΕΕ. Από την Ελλάδα, για παράδειγμα, η Ενωση έχει δίκιο να αξιώνει συγκεκριμένα μέτρα και αποκατάσταση της αξιοπιστίας των στατιστικών της, η χάλκευση των οποίων αποτελεί άλλωστε προβολή πλαστής εικόνας και προς τους έλληνες πολίτες. Αλλο είναι όμως αυτή η αξίωση και άλλο η εκφορά της με τόνους νομιμοποίησης για την κερδοσκοπία («Θα σας τιμωρήσουν οι αγορές») και απάθειας για τις επιπτώσεις της.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που οι μεγάλοι της ΕΕ αναθεωρούσαν δημοσίως τις αντιλήψεις τους για τις «αγορές», διαβλέποντας στη λειτουργία τους τζόγο και έμφαση στα μπόνους των στελεχών· και αποδίδοντας σε αυτές τις παθογένειες τη διεθνή οικονομική κρίση. Στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το 2008, ο Νικολά Σαρκοζί ζητούσε «να ανοικοδομηθεί ένας οργανωμένος καπιταλισμός», με ρυθμιζόμενη οικονομία· στο συνέδριο των Εργατικών της Βρετανίας ο Γκόρντον Μπράουν τασσόταν υπέρ του γενναίου δανεισμού από το Δημόσιο για την αποτροπή της ύφεσης· η δε καγκελάριος Μέρκελ έβαλε το χέρι στη δημόσια τσέπη για να διασώσει τράπεζες και βιομηχανίες.

Οι επιμέρους κινήσεις συνοδεύονταν, τότε, από ευρύτερη αξίωση μεγαλύτερης εποπτείας στις αγορές, περιορισμού του τζόγου και έμφασης στην οικονομική ανάπτυξη. Καθώς οι υγιέστεροι εταίροι της ΕΕ είχαν δικαιολογημένη ανησυχία μήπως κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό των ισχνοτέρων, ελάχιστα έγιναν. Η δε δράση και ο δημόσιος λόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής αφέθηκαν να ολισθήσουν στα παλαιά, σαν τίποτε να μην είχε ανατραπεί με την κρίση, σαν να προέχει πάντοτε η περιστολή του ελλείμματος, το εκ προοιμίου ξόρκισμα κάθε πληθωριστικού κινδύνου και η ελευθερία της «αγοράς», όχι η πραγματική οικονομία, οι θέσεις εργασίας και η διανομή του εισοδήματος.

Αυτή η γραμμή πιέζει σήμερα εμάς τους Ελληνες- που βέβαια, «τα φταίει το κεφάλι μας»- αποξενώνει όμως σταθερά και από καιρό όλους τους πολίτες της Ευρώπης από την ΕΕ με τις επίμονες νεοφιλελεύθερες ροπές της. Η πρόκληση για την Ενωση υπερβαίνει κατά πολύ την άμυνα στις επιθέσεις κατά του ευρώ· είναι πρόκληση πολιτικής και οράματος, όπου μοιάζει να έχει εγκαταλείψει τη μάχη.