Με βάση τη μακρά εμπειρία που ως απλώς τηλεθεατής έχω με τα προγράμματα του ΒΒC, θα έλεγα ότι σε τρία σημεία η ελληνική δημόσια τηλεόραση μπορεί και πρέπει να αλλάξει προς το αποτελεσματικότερο και το δημιουργικότερο. Αυτονομία
Οπως προσφάτως με τη Στατιστική Υπηρεσία, η ΕΡΤ πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία έναντι της κρατικής εξουσίας. Επειδή η λογική τής εκάστοτε κυβέρνησης έχει συχνά πελατειακό χαρακτήρα, θα πρέπει να βρεθούν μηχανισμοί που θα αποτρέψουν την παρείσφρηση αυτής της λογικής στον χώρο της δημόσιας τηλεόρασης. Το ΒΒC έχει καταφέρει σε έναν μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσει αυτού του είδους την αυτονομία, χωρίς να χάσει τον δημόσιο χαρακτήρα του και παρ΄ όλο που χρηματοδοτείται κυρίως από το ανταποδοτικό τέλος των βρετανών πολιτών. Πιστεύω ότι βήματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να γίνουν και στη χώρα μας – αν η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να βάλει κάποιο φρένο στην κομματικοκρατία που μαστίζει εδώ και πολλά χρόνια τον τόπο.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι απαράδεκτο η κρατική τηλεόραση να βρίσκεται σε πλήρη παραλυσία τρεις μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τις εκλογές- ώσπου η νέα κυβέρνηση να αποφασίσει ποιος θα είναι ο πρόεδρος, ο διευθύνων σύμβουλος και τα μέλη του ΔΣ της ΕΡΤ (στο ΒΒC ένα κενό, ακόμη και λίγων ημερών, θα ήταν αδιανόητο). Είναι εξίσου απαράδεκτο ένας σημαντικός αριθμός ατόμων να υποαπασχολούνται (ή και να μην ασχολούνται καθόλου) λόγω τού ότι τα κόμματα χρησιμοποιούν τον οργανισμό για να βολέψουν «ημετέρους».

Βέβαια τα τελευταία χρόνια, σε μερικούς τομείς, μια σχετική αυτονομία έχει επιτευχθεί. Για παράδειγμα, ο τρόπος παρουσίασης των ειδήσεων, τουλάχιστον φαινομενικά, δεν είναι κραυγαλέα φιλοκυβερνητικός, όπως στο παρελθόν. Παρ΄ όλα αυτά, το ότι η κυβέρνηση, μέσω του διορισμού του διευθύνοντος συμβούλου, μπορεί να καθορίσει σε έναν μεγάλο βαθμό τη γενική γραμμή σε θέματα επιλογής προγραμμάτων, παρουσίασης των ειδήσεων κτλ. κάνει προφανή την ανάγκη να βρεθεί τρόπος απαγκίστρωσης της δημόσιας τηλεόρασης από τα πελατειακά δίκτυα και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς τού εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Και σε αυτό το θέμα οι αγαθές και συχνά ειλικρινείς προθέσεις της κυβέρνησης δεν επαρκούν, χρειάζονται θεσμικές ρυθμίσεις που θα εξασφαλίζουν την αυτονομία της ΕΡΤ ανεξαρτήτως της αξιοκρατικής ή πελατειακής πρόθεσης της κυβέρνησης.

Δημόσιος διάλογος
Ζούμε σε μια χώρα όπου η κομματικοκρατία από τη μία μεριά και η καχεκτικότητα της Κοινωνίας των Πολιτών από την άλλη έχουν σχεδόν εξαφανίσει τον συστηματικό, καλά συγκροτημένο διάλογο πάνω σε τρέχοντα πολιτικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτιστικά θέματα. Νομίζω ότι η δημόσια τηλεόραση μπορεί να καλύψει αυτό το κενό της έλλειψης διαλόγου. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ένας τέτοιος διάλογος αρχίζει σιγά σιγά να αναπτύσσεται στο Διαδίκτυο. Σε έναν χώρο όπου κυρίως οι νέοι διαλέγονται ανταλλάσσοντας απόψεις και επιχειρήματα χωρίς τους περιορισμούς και τους αποκλεισμούς που η μη εικονική πραγματικότητα δημιουργεί. Παρ΄ όλα αυτά η επικοινωνία στο Διαδίκτυο παρουσιάζει μια σειρά προβλήματα που δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ. Επιπλέον η τηλεόραση, ακόμη και σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλο μέσο μαζικής επικοινωνίας διαμορφώνει ταυτότητες, κατασκευάζει την κοινή γνώμη και δημιουργεί «φαντασιακούς» δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Είναι ακριβώς επειδή η τηλεόραση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας που η ΕΡΤ πρέπει να δημιουργήσει ένα σταθερό πλαίσιο όπου να εκτυλίσσεται ένας συνεχής δημόσιος διάλογος πάνω σε τρέχοντα θέματα.

Εδώ έχουμε ως παράδειγμα το ΒΒC όπου κάθε βράδυ για μία τουλάχιστον ώρα ένας παρουσιαστής συζητεί με πέντε-έξι καλεσμένους (από τον χώρο της πολιτικής, της διανόησης, της τέχνης, των ΜΚΟ) θέματα που προκύπτουν στο «εδώ και τώρα». Εχουμε βέβαια κάτι παρόμοιο και στην ελληνική τηλεόρασηαλλά αυτό είναι μάλλον αποσπασματικό, δεν λειτουργεί επί καθημερινής βάσης, δεν αποτελεί καλά ριζωμένο θεσμό. Η ΕΡΤ θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει ένα τέτοιο ποιοτικό, καθημερινό φόρουμ δημοσίου, πανελληνίου διαλόγου.

Ακροαματικότητες
Οπως είναι γνωστό, τα ιδιωτικά κανάλια βάζουν συστηματικά την υψηλή ακροαματικότητα πάνω από την ποιότητα. Ο λόγος είναι προφανής. Από τη στιγμή που είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, η λογική του κέρδους ή της απόκτησης πολιτικής επιρροής υπερισχύει της λογικής που εστιάζεται στην ποιοτική ψυχαγωγία, στην όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική πληροφόρηση και στον σοβαρό προβληματισμό σε θέματα που απασχολούν τους πολίτες. Ετσι, για παράδειγμα, επικρατούν οι εμπορικές ψυχαγωγικές παραγωγές. Υπάρχουν βέβαια νησίδες ποιότητας στον ιδιωτικό χώρο. Το κυνήγι όμως της υψηλής ακροαματικότητας που οδηγεί στην άκρατη εμπορευματοποίηση συνήθως καταλήγει σε «σκουπίδια», σε ευτελή προγράμματα που χαμηλώνουν αντί να αναβαθμίζουν το πολιτιστικό επίπεδο του τηλεθεατή.

Η ΕΡΤ, στο σύνολό της, είναι σαφώς πιο ποιοτική από την ιδιωτική τηλεόραση. Μπορεί όμως η δημόσια τηλεόραση να ανατρέψει πιο αποφασιστικά την κυριαρχία της λογικής της ακροαματικότητας δημιουργώντας ή στηρίζοντας προγράμματα που μπορεί να μην είναι δημοφιλή αλλά που είναι σημαντικά από αισθητική, μορφωτική ή πολιτισμική άποψη. Ακόμη και προγράμματα που απευθύνονται στους ολίγους μπορούν, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά αλλάζοντας τις πρακτικές τηλεθέασης του μέσου πολίτη.

Αναγκαία βήματα
Τελειώνοντας, θα αναφέρω τηλεγραφικά μια σειρά άλλα θετικά βήματα που η δημόσια τηλεόραση θα μπορούσε να πάρει:

* Τη δημιουργία ντοκυμαντέρ που να σχετίζονται με την πλούσια πολιτισμική παράδοση της χώρας. Δεν θα μπορούσε, π.χ., η ΕΡΤ να κάνει ένα ντοκυμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Καβάφη (με σκοπό την εξαγωγή με υπότιτλους), όπως έχουν ήδη κάνει ξένες τηλεοράσεις; Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε όχι μόνο να εισάγουμε αλλά και να εξάγουμε πολιτιστικά προϊόντα.

* Το άνοιγμα προς την Κοινωνία των Πολιτών, δηλαδή τη συστηματική συνεργασία/διάλογο με ΜΚΟ που ασχολούνται με το περιβάλλον, τη μετανάστευση, την κοινωνική συνοχή κτλ. Σε αυτόν τον χώρο εντάσσεται και η έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που πολλές σύγχρονες, μεγάλες εταιρείες προωθούν και που είναι ένας τομέας όπου η ΕΡΤ έχει παρουσιάσει θετικά δείγματα.

* Το άνοιγμα προς την ΕΕ με προγράμματα κριτικού προσανατολισμού που να εστιάζονται στους βασικούς θεσμούς της Ενωσης, στα δημοκρατικά της ελλείμματα, στα σοβαρά προβλήματα της κοινωνικοοικονομικής στρατηγικής της κτλ.

* Το άνοιγμα προς τον κόσμο με συζητήσεις σχετικές με την παγκοσμιοποίηση, την κλιματική αλλαγή, τις ανισότητες, την παγκόσμια φτώχεια κτλ.

Συμπέρασμα: Η ΕΡΤ δεν μπορεί να γίνει ΒΒC από τη μία ημέρα στην άλλη. Μπορεί όμως να εμπνευσθεί από πρακτικές που θα οδηγούσαν στην ενδυνάμωση της αυτονομίας της, σε έναν πιο κριτικό, διαλογικό προσανατολισμό και σε μια πιο ποιοτική παραγωγή πολιτισμικών προϊόντων.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSΕ.