Δεκατέσσερα χρόνια συμπληρώθηκαν τις ημέρες αυτές από την κρίση στα Ιμια. Η κρίση εκείνη, που οδηγούσε σε ελληνοτουρκική σύρραξη, απετράπη ύστερα από παρέμβαση του αμερικανού προέδρου Κλίντον προς τους πρωθυπουργούς της Ελλάδος και της Τουρκίας. Η συμφωνία όμως αυτή ήταν οδυνηρή για τη χώρα μας. Γιατί η Ελλάς αποδέχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικού εδάφους.

Στη συνέχεια η τότε κυβέρνηση ακολούθησε μια υποχωρητική πολιτική προς την Τουρκία χωρίς αυτή να κάνει την παραμικρή θετική κίνηση προς την Ελλάδα. Ετσι το 1997 η κυβέρνηση Σημίτη υπογράφει το ανακοινωθέν της Μαδρίτης, με το οποίο αποδέχεται ότι η Τουρκία έχει στο Αιγαίο «ζωτικά συμφέροντα που αφορούν θέματα ασφαλείας και κυριαρχίας», ανοίγοντας έτσι διάπλατα τις πόρτες στις τουρκικές διεκδικήσεις.

Το 1998 η ίδια κυβέρνηση, ύστερα από τουρκική πίεση, ακυρώνει την εγκατάσταση στην Κύπρο των πυραύλων S300, που όμως είχε συμφωνηθεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Το 1999 η κυβέρνηση Σημίτη διέσυρε διεθνώς τη χώρα μας με τους χειρισμούς της στην υπόθεση Οτσαλάν.

Και έτσι φθάσαμε τον Δεκέμβριο του 1999 στη Συμφωνία στο Ελσίνκι. Εκεί η Ελλάδα δεσμεύθηκε να αρχίσει διάλογο με την Τουρκία για τις «μεθοριακές διενέξεις και τα συναφή θέματα». Και ακόμη ότι όσες διενέξεις δεν λυθούν με τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αναχθούν προς επίλυση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Είναι προφανές λοιπόν ότι η μεν Τουρκία θα προβάλει όλες τις παράλογες και ανιστόρητες αξιώσεις της, η δε Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσει ούτε στις γκρίζες ζώνες, ούτε στον αφοπλισμό των νησιών, ούτε στη μείωση του εύρους του εναερίου χώρου, ούτε στην παραίτηση από το δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων της.

Κατά συνέπεια, όλα αυτά τα θέματα – τα οποία συνιστούν κυριαρχικά μας δικαιώματα- θα παραπεμφθούν στο Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο, ως γνωστόν, όχι μόνο δικάζει με αυστηρούς νομικούς κανόνες αλλά αντίθετα επηρεάζεται από έξωθεν παρεμβάσεις και διεθνείς πολιτικές σκοπιμότητες.

Στο Ελσίνκι όμως η Ελλάδα συμφώνησε και στην ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας, πολιτική την οποία ακολούθησαν και οι επόμενες κυβερνήσεις. Είναι προφανές ότι συμφώνησε ελπίζοντας ότι «μια ευρωπαϊκή Τουρκία θα είναι μια πιο δημοκρατική και λιγότερο επιθετική Τουρκία». Και ακόμη ότι η Τουρκία θα αποδεχόταν άμεσα και έμπρακτα τις διεθνείς συνθήκες, το Διεθνές Δίκαιο, το απαραβίαστο των συνόρων και θα αποκήρυσσε τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας στις σχέσεις με άλλα κράτη.

Οι προσδοκίες όμως αυτές, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η κυβέρνηση, αποδεικνύονται φρούδες. Αυτό που σιγά σιγά όλοι αντιλαμβάνονται είναι ότι το Ελσίνκι δεν μετέτρεψε αυτομάτως την Τουρκία σε ευρωπαϊκή χώρα, ούτε μετέβαλε τις πάγιες τουρκικές επιδιώξεις (στο Αιγαίο και στην Κύπρο). Εν τω μεταξύ η παραμονή της Τουρκίας στον «ευρωπαϊκό προθάλαμο» είναι επιζήμια για την Ελλάδα. Διότι όσο η Τουρκία διατηρείται σε «τροχιά περί την Ευρώπη» μόνο δικαιώματα και οφέλη αποκομίζει και ισχυροποιεί τη διπλωματική θέση της χωρίς να υφίσταται ουσιαστικές δεσμεύσεις και χωρίς να υποχρεώνεται στην εναρμόνιση της συμπεριφοράς της προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Ετσι λοιπόν οι αυθαίρετες τουρκικές διεκδικήσεις που απερρίπτοντο απ΄ όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν γίνει αντικείμενο του χωρίς όρους και προϋποθέσεις ελληνοτουρκικού διαλόγου, με απρόβλεπτες για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα συνέπειες. Και σήμερα διερωτώμαι ποιο είναι το πλήρες περιεχόμενο των επιστολών που προσφάτως αντηλλάγησαν μεταξύ Παπανδρέου και Ερντογάν. Διότι η περίληψη που δόθηκε στη δημοσιότητα δεν με ικανοποιεί.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και πρώην υπουργός.