Το πραγματικό δίλημμα σήμερα δεν είναι: δραχμή ή ευρώ. Τα κύματα που ξεσπούν πάνω μας απειλητικά δεν τα δημιούργησε το ευρώ. Σχηματίστηκαν πολύ πιο πριν, στη μακρά διαδρομή του συναινετικού και ουσιαστικά ανεξέλεγκτου δικομματισμού. Γιγαντώθηκαν με τις κοινωνικά άδικες και διαλυτικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΝΔ. Εγιναν καταστροφικά με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η διέξοδος, επομένως, δεν βρίσκεται στην επιστροφή στο πριν από το ευρώ καθεστώς. Μια προοδευτική διέξοδος από την κρίση πρέπει να εντάσσεται σε ένα διεθνές πλαίσιο και να υπηρετεί ένα εθνικό σχέδιο, ενταγμένο σε μια ευρύτερη διεθνή δυναμική.

Στην περίπτωσή μας το διεθνές αυτό πλαίσιο είναι η Ευρώπη και το σχέδιο πρέπει να απαντά τόσο στην εσωτερική διάσταση του προβλήματος, τις ενδογενείς αιτίες του, όσο και στην ευρωπαϊκή πτυχή του. Πρέπει δηλαδή να εντάσσεται σε μια δυναμική αλλαγής της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ και της πολιτικής της ΕΕ. Αυτό το δεύτερο αποσιωπάται σήμερα, αλλά είναι ζωτικής σημασίας. Διότι βασική επιλογή της ΕΕ είναι να μην υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική εξόδου από την κρίση, αλλά η κάθε χώρα να κινηθεί με τα δικά της μέσα. Ωστόσο εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση δεν νοείται χωρίς εθνικό νόμισμα και την αντίστοιχη εθνική δυνατότητα δανεισμού της τελευταίας καταφυγής. Από τη στιγμή που το νόμισμα έγινε ευρωπαϊκό, δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση χωρίς ένα υποστηρικτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, χωρίς μια ευρωπαϊκή δυνατότητα δανεισμού είτε με ευρωομόλογα είτε με άλλον μηχανισμό.

Αν, λοιπόν, η επιστροφή στη δραχμή δεν είναι λύση, δεν αποτελεί διέξοδο και το να προσδεθούμε απλώς στο κατάρτι του ευρώ και να δηλώνουμε παθητικά πίστη στους κανόνες. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ και σημερινός πρωθυπουργός έδειχνε προεκλογικά να έχει συνείδηση του προβλήματος και γι΄ αυτό ορθά μιλούσε για «διαπραγμάτευση».

Οπως αποδείχθηκε όμως, ούτε σχέδιο διέθετε ούτε στρατηγική διαπραγματευτική ούτε- το κυριότερο – γραμμή άμυνας. Αυτό όμως δεν είναι μόνο λάθος, είναι και επικίνδυνο.

Τώρα βέβαια, για λόγους πολλούς και ποικίλους, η Ελλάδα έχει στοχοποιηθεί. Μας δείχνουν και μας απειλούν πως δεν θα κάνουν καμιά εξαίρεση για πάρτη μας.

Μας λένε πως δεν θα βοηθήσουν την Ελλάδα. Θα την αφήσουν να χρεοκοπήσει αν χρειαστεί.

Ωστόσο δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Ολες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και πολλές του Βορρά είναι, ή θα βρεθούν, σε ανάλογη με εμάς θέση. Θα απειληθούν από τον «αργό θάνατο» αν δεν αλλάξουν οι πολιτικές και οι κανόνες της ΕΕ. Για ποια αξιοπιστία λοιπόν του ευρώ μιλούν, όταν τα περισσότερα μέλη της ευρωζώνης θα έχουν πρόβλημα οικονομικής βιωσιμότητας;

Το θέμα επομένως δεν είναι να γίνει μια εξαίρεση υπέρ της Ελλάδας, όπως ψευδώς επαναλαμβάνουν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Το ζητούμενο είναι να αρθούν οι εγγενείς μονεταριστικές μονομέρειες της ΟΝΕ. Να βρεθούν κοινές θεσμικές λύσεις για το κοινό πρόβλημα. Να περιληφθούν η ανεργία, η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες στο νέο «σύμφωνο», το οποίο θα πάρει τη θέση του σημερινού. Να υπάρξουν θεσμοί και διαδικασίες δανεισμού της τελευταίας καταφυγής και, γιατί όχι, να αναληφθεί μέρος του χρέους όλων των χωρών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Να κάνουν για τα κράτη δηλαδή ό,τι έκαναν για τις τράπεζες και τις αυτοκινητοβιομηχανίες τους.

Μας λένε πως τηρώντας πιστά τους υφιστάμενους κανόνες τόσο τα κράτη όσο και η ΕΕ θα βγουν από την κρίση. Γελοιοποιούνται. Διότι οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές της ΕΕ και οι υφιστάμενοι κανόνες δεν δημιουργούν πρόβλημα μόνο σε μεμονωμένες χώρες. Καθηλώνουν στην ύφεση, στην ανεργία και στο τέλμα την ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά. Μας λένε πως γι΄ αυτό δεν φταίνε οι πολιτικές τους αλλά οι «ανισορροπίες» ανάμεσα στις πλεονασματικές και στις ελλειμματικές χώρες, οι οποίες για να αρθούν πρέπει οι ελλειμματικές χώρες να μειώσουν τους μισθούς, όπως έκανε η Ιρλανδία. Ωστόσο αν όλες οι χώρες ακολουθήσουν την Ιρλανδία στην περικοπή των μισθών, δεν θα υπάρξει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για καμιά χώρα, αλλά ύφεση για όλες.

Γιατί, λοιπόν, η διέξοδος να αναζητηθεί στη μείωση των μισθών των ελλειμματικών χωρών και όχι στην αύξηση των μισθών των πλεονασματικών, όπως είναι η Γερμανία; Αυτό δεν θα ενεργοποιούσε την εσωτερική ζήτηση που τόσο λείπει από τη Γερμανία, μία χώρα που κατά 49% εξαρτάται από τις εξαγωγές;

Γιατί πρέπει οι περιβόητες «ανισορροπίες» να εξομαλύνονται πάντα με μια σύγκλιση των μισθών προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω;

Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί πρέπει- για να έλθουμε στα δικά μαςνα ασχολούμαστε διαρκώς με το πώς θα μειώσουμε τους μισθούς και όχι με το πώς θα βελτιώσουμε την παραγωγικότητα και τη θέση των εργαζομένων στην κατανομή των αποτελεσμάτων της;

Υπάρχουν λοιπόν όχι μόνον ανάγκες, αλλά και δυνατότητες συντονισμού και συνεργασίας κρατών και λαών για τη διεκδίκηση μιας άλλης πορείας της ΕΕ. Υπάρχουν πλαίσια, περιεχόμενα και στόχοι για τη διαπραγμάτευση και τη διεκδίκηση άλλων, οικονομικά βιώσιμων και κοινωνικά δίκαιων δρόμων εξόδου από την κρίση. Και αφού οι κυβερνήσεις δεν θέλουν ή δεν μπορούν να στραφούν σε αυτές τις δυνατότητες, πρέπει οι ίδιες οι κοινωνίες, οι φορείς τους, οι συλλογικές οργανώσεις των εργαζομένων και των πολιτών να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο.

Ο κ. Γιάννης Δραγασάκης είναι πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.