Α πό τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του το ευρώ είχε διαψεύσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τους βάρδους του νεοφιλελευθερισμού Φρίντμαν και Φελντστάιν, που προέβλεπαν ότι το εγχείρημα είναι εξ ορισμού ανέφικτο και καταδικασμένο να αποτύχει. Πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα πολύ ισχυρό και αξιόπιστο νόμισμα, μοναδικό εν δυνάμει αντίπαλο δέος του αμερικανικού δολαρίου. Στις αρχές μάλιστα του 2008 πολλοί πίστεψαν ότι ήγγικεν η ώρα της βασιλείας του. Πράγματι, τη στιγμή που ο σπάταλος αγγλοσαξονικός καπιταλισμός στροβιλιζόταν στη δίνη της μεγαλύτερης πιστωτικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου, η ηπειρωτική Ευρώπη εξακολουθούσε ανεπηρέαστη να σημειώνει φυσιολογικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ιστορική επομένως ευκαιρία για την ευρωζώνη να εκμεταλλευθεί το οικονομικό στραπάτσο των ΗΠΑ καιγιατί όχι- να διεκδικήσει ακόμη και τα πρωτεία. Με έκδηλη αυτοπεποίθηση και αρκετή δόση αλαζονείας Μέρκελ και Σαρκοζί είχαν ήδη αρχίσει να παραδίδουν μαθήματα χρηστής διαχείρισης στους πανικόβλητους Αγγλοσάξονες, με τη βεβαιότητα ότι η κρίση αυτή ήταν αποκλειστικά αμερικανική υπόθεση, που δεν αγγίζει τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν το λάθος τους, αφού η κρίση έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και τον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης. Η υποτιθέμενη ιστορική ευκαιρία ήταν όνειρο απατηλό. Αρχισαν μάλιστα να επανέρχονται στο προσκήνιο και να διεκδικούν με αξιώσεις δικαίωση τα ξεχασμένα εσχατολογικά σενάρια των αμερικανών νεοφιλελευθέρων. Αραγε έχουν βάση τέτοιου είδους σενάρια; Και δεν εννοούμε βέβαια τις καλοπροαίρετες ή κακοπροαίρετες- ως επί το πλείστον- ανοησίες που διατύπωσαν ακόμη και σοβαροί ειδήμονες για πιθανή αποπομπή ή εθελουσία έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, με ταυτόχρονη επιστροφή στο παλαιό καθεστώς της δραχμής. Το πρόβλημα της συνοχής της ευρωζώνης και της βιωσιμότητας του ευρώ είναι υπαρκτό, αλλά υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά όρια της δημοσιονομικής κρίσης οποιασδήποτε χώρας. Οφείλεται πρωτίστως στην έλλειψη πολιτικού οράματος, που εμποδίζει την ευρωζώνη να λειτουργεί συλλογικά και αλληλέγγυα, με ενιαία και συνεκτική στρατηγική στο κρίσιμο πεδίο της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής.

Εν αντιθέσει με τη Γαλλία, ο βασικός προσανατολισμός της Γερμανίας δεν είναι ευρωπαϊκός, αλλά παγκόσμιος. Οι Γερμανοί είναι παγκόσμιοι πρωταθλητές στις εξαγωγές και γι΄ αυτό πιστεύουν ότι η οικονομική ανάκαμψη της χώρας τους εξαρτάται κυρίως από τις διεθνείς αγορές. Εξίσου υψηλή ανταγωνιστικότητα και εξωστρεφή προσανατολισμό έχουν και μερικές άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία, που ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις από ψεις της Γερμανίας. Το κλαμπ του Βορρά δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ουσιαστική ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης και της απασχόλησης μέσω επεκτατικής οικονομικής πολιτικής. Μοναδικό του μέλημα είναι, πάση θυσία, η μακροοικονομική πειθαρχία και το ισχυρό ευρώ, γι΄ αυτό και πρωτοστατεί στη δημοσιονομική υστερία των τελευταίων μηνών. Αντίθετα, η Γαλλία δεν είναι τόσο εξωστρεφής. Ο προσανατολισμός της είναι περισσότερο ευρωπαϊκός. Ενδιαφέρεται άμεσα για μια πιο ενεργό οικονομική πολιτική, που θα επιδιώκει την εσωτερική αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας, διότι από εκεί κυρίως αντλεί τα δικά της οφέλη. Μαζί της συντάσσονται και οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία), που έχουν παρόμοια μακροοικονομικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο δομικός δυϊσμός αντανακλάται και σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσιονομικό σχίσμα που διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στην ευρωζώνη. Η Γαλλία έκανε σαφές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι δεν προτίθεται να μειώσει το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2012. Αντίθετα η Γερμανία πέρασε προεκλογικά συνταγματική διάταξη που απαγορεύει στην κυβέρνηση να έχει ελλείμματα μεγαλύτερα του… 0,35%! Και όλα αυτά χωρίς καμιά απολύτως διαβούλευση. Οταν όμως οι δύο βασικοί πόλοι της ευρωζώνης κάνουν του κεφαλιού τους και πορεύονται προς εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις, το αποτέλεσμα είναι σχιζοφρενικό.

Σε όλες τις αντιπαραθέσεις υποχωρεί τελικά η Γαλλία και έτσι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η ευρωζώνη είναι εμφανώς συντηρητική. Το αποτέλεσμα; Επιεικώς ανησυχητικό. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, η ευρωζώνη- συγκριτικά με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία- αναδεικνύεται πρωταθλήτρια της ύφεσης και της ανεργίας, αλλά τα πάει πολύ καλύτερα στα… ελλείμματα! Συνεπώς η επιχειρούμενη ενοχοποίηση των χωρών του Νότου για την οικονομική κρίση της ευρωζώνης δεν είναι μόνον ηθικά απαράδεκτη, αλλά και οικονομικά εσφαλμένη. Αντίθετα, ο μακροοικονομικός συντηρητισμός των χωρών του Βορρά («μακροοικονομικός μεσαίωνας», θα έλεγε ο Κρούγκμαν) είναι εκείνος που σύρει τις δημοσιονομικά ευάλωτες χώρες, αλλά και ολόκληρη την ευρωζώνη, σε μια παρατεταμένη δομική ύφεση με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Η μοναδική ελπίδα που απομένει είναι να ανακτήσει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της η Γερμανία, ώστε να συγκροτηθεί επιτέλους ένας ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας ικανός να ηγηθεί πολιτικά και, σε ρόλο ατμομηχανής, να βγάλει την ΕΕ από το οικονομικό αδιέξοδο. Μια τέτοια Ευρώπη είναι ικανή να μεγαλουργήσει. Η σημερινή όμως αποτελεί ένα πλαδαρό συνονθύλευμα ανίσχυρων κρατών στο έλεος των κερδοσκόπων, που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ουραγό των ΗΠΑ και της Κίνας και να τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Το ηχηρό χαστούκι της Κοπεγχάγης είναι ενδεικτικό του μέλλοντός της.

Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.