Στο βιβλίο του «Πάμε στα Νερά» για τον Ελληνισμό στην Αίγυπτο, ο επίτιμος καθηγητής της Νομικής Εμμανουήλ Ρούκουνας αναφέρει τον ορισμό που έδινε για τα πολιτικά κόμματα ο δάσκαλός του στην Αλεξάνδρεια, φιλόλογος Μιχάλης Νικολαΐδης: «Ενώσεις πολιτών, που αποσκοπούν στην κατάληψη της εξουσίας». Δύσπεπτος για τους μαθητές ο «στεγνός» ορισμός, απαλλαγμένος από κάθε στοιχείο ιδεολογικής ζέσης ή προαγωγής του κοινού καλού, είναι ωστόσο ορθός. Ολα τα υπόλοιπα αποτελούν «υποκείμενες» ιδιότητες των κομμάτων και των μελών τους, το βασικό κριτήριο είναι αυτό το «πεζό»: η συμμετοχή στη νομή της εξουσίας.

Αυτή η πρόθεση, καθόλου ευτελής, αποτελεί τον κοινό παρονομαστή πάνω στον οποίον χτίζονται τα μεγάλα πολυσυλλεκτικά κόμματα, τα οποία είναι λογικό στη διαδικασία οικοδόμησης πλειοψηφιών να θυσιάζουν τμήματα της ιδεολογικής καθαρότητάς τους- και να εγκαλούνται για τον λόγο αυτόν από τα μικρά.

Μόνο που τα μικρά δεν διαφέρουν τόσο από τα μεγάλα, εκτός ίσως από το γεγονός ότι οι δικές τους εσωτερικές διαφωνίες μοιάζουν περισσότερο με φάρσα όσο μικρότερη είναι η απήχησή τους στον πληθυσμό. Η Αριστερά (όχι μόνο) στην Ελλάδα έχει μακρά παράδοση σε σχίσματα και επανασυγκολλήσεις του είδους και φοβάται κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε τυπικό παράδειγμα τέτοιας κακοφωνίας. Μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο, η στροφή Αλαβάνου κατά Τσίπρα, οι τριβές στους κόλπους του ΣΥΝ και εκείνες μεταξύ ΣΥΝ και ΣΥΡΙΖΑ, η προσπάθεια καθόδου στις εκλογές με έντεκα (συν)αρχηγούς, οι 23 υπογραφές περί αποπομπής Κουβέλη από τη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και η πολιτική επάνοδος Αλαβάνου με την ευφάνταστη πρόταση να γίνει δημοψήφισμα για το Σύμφωνο Σταθερότητας (γιατί να μη γίνεται και οιονεί δημοψήφισμα στις οικογένειες για την πληρωμή ή μη των στεγαστικών δανείων τους;), όλα αυτά γεννούν μία απορία: γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι «μαζί»; Τι τους ενώνει;

Aσφαλώς η επιθυμία νομής της εξουσίας, ακόμη και αν εννοούμε τη στοιχειώδη διάστασή της- την πολιτική επιβίωση σε ατομικό επίπεδο. Οσο, όμως, και αν ο ορισμός του κόμματος έχει ως πυρήνα του τη διεκδίκηση της εξουσίας, η αποτελεσματικότητα της προσπάθειας διέρχεται και εξαρτάται από τα «υποκείμενα» στοιχεία: την προβολή μιας ιδεολογικής διαφοροποίησης και ενός διακριτού προγράμματος διακυβέρνησης σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα της πολιτικής κονίστρας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξελίσσεται, δεν δείχνει να προβάλλει καμία τέτοια ξεχωριστή ταυτότητα, αλλά μάλλον ενδείξεις αβυσσαλέων διαφορών ανάμεσα στα μέλη του, τέτοιων που απορεί κανείς πώς μπορούν να συστρατεύονται και σε ποια πολιτική γραμμή συγκλίνουν. Αίφνης η ανανεωτική Αριστερά, που μπορεί να ήταν ισχνή σε ψήφους, διατύπωνε όμως έναν ευρωπαϊκό αριστερό λόγο, μοιάζει να περιέρχεται σε διαρκή μικρο-σπαραγμό και σε οριστική αποτελμάτωση από πλευράς πολιτικών προτάσεων. Τον περασμένο Ιούνιο ο κ. Κουβέλης έλεγε ότι οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσαν ακόμη «κοινό πολιτικό τόπο». Μήπως είναι πλέον μάταιο;