Τα επιχειρήματα των αντιπάλων του νομοσχεδίου περί ιθαγένειας και ψήφου μεταναστών αποτελούν παράδειγμα του θολού τοπίου μέσα στο οποίο συζητείται όχι μόνο η συγκεκριμένη ρύθμιση αλλά τα περισσότερα μέτρα δημόσιας πολιτικής. Τούτο συμβαίνει για μια σειρά λόγους: έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με τη νέα ρύθμιση, άγνοια εμπειρικών δεδομένων του υπό ρύθμιση προβλήματος, σύγχυση μεταξύ διαφορετικών προβλημάτων και άρα αντιδράσεις «εκτός θέματος», σαθρότητα κριτηρίων με βάση τα οποία οι αντίπαλοι του νομοσχεδίου απαντούν στο πρόβλημα, αδυναμία ένταξης της ρύθμισης σε ευρύτερη προοπτική. Ορισμένα από αυτά τα γνωρίσματα αναπαράγονται εσκεμμένα, από όσους- λίγους- παρεμβαίνουν στη συζήτηση κακόπιστα· άλλα οφείλονται σε χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής δημόσιας σφαίρας (πόλωση, έλλειψη σοβαρής πολιτικής αγωγής στα σχολεία, απουσία δομών δημόσιου διαλόγου εκτός του Κοινοβουλίου, προβλήματα διαφάνειας και επαγγελματισμού σε πολλά μέσα ενημέρωσης).

Ανάμεσα στις αρνητικές αντιδράσεις, ξεχωρίζουν δύο. Κατά την πρώτη, η νέα ρύθμιση θα προσελκύσει κύματα μεταναστών που θα εκμεταλλευθούν τις επωφελείς για αυτούς νέες διατάξεις, ώστε, π.χ., να γεννήσουν τα παιδιά τους εδώ αντί σε άλλη δυτική χώρα. Κατά τη δεύτερη, θα υπονομευθεί η εθνική ομοιογένεια, μέσω αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας. Οποιος προβάλλει την πρώτη αντίρρηση έχει πολύ μεγάλη ιδέα για την Ελλάδα του 2010. Οποιος υποστηρίζει τη δεύτερη ίσως αγνοεί την ιστορική ετερογένεια των ελλήνων πολιτών και το πολυσύνθετο περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας.

Είναι προφανές ότι ο ρυθμός και ο όγκος της μετανάστευσης δεν θα επηρεαστούν από τη δυνατότητα που θα παράσχει ο νόμος στους ήδη μόνιμα διαμένοντες γονείς παιδιού που γεννήθηκε εδώ, να ζητήσουν να τού αποδοθεί η ελληνική ιθαγένεια. Ούτε, πάλι, όσοι μεταναστεύσουν προς την Ελλάδα θα το κάνουν επειδή κάποτε, εφόσον κριθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, θα μπορέσουν να ψηφίσουν για τον δήμαρχο κάποιας ελληνικής πόλης. Ανεξάρτητα από την πρόθεση του νομοθέτη, η μετανάστευση προς την Ελλάδα και διαμέσου της Ελλάδας θα αυξηθεί έτσι κι αλλιώς λόγω της γεωγραφικής της θέσης, των προβλημάτων επιβίωσης και της διεύρυνσης του χάσματος πλούσιων- φτωχών στον κοντινό μας «Τρίτο Κόσμο».

Η «εθνική ομοιογένεια», εξάλλου, είναι έννοια προβληματική: μεταξύ των ελλήνων πολιτών υπήρχαν ανέκαθεν μειονότητες αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων. Κατά τον προηγούμενο αιώνα πολλοί από αυτούς ανταλλάχθηκαν με ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν εκτός Ελλάδας ή εκδιώχθηκαν. Από πολλούς «αλλογενείς» αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, όταν έκαναν το λάθος να ταξιδέψουν εκτός των ελληνικών συνόρων (συνήθης πρακτική μέχρι την τροποποίηση του Κώδικα Ιθαγένειας το 1998). Δεν είναι παρηγορητικό ότι και άλλα κράτη έκαναν τα ίδια.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες πλήθη μεταναστών εντάχθηκαν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Για τους παλαιότερους από αυτούς και κυρίως για τα παιδιά τους, προκύπτει ένα ζήτημα δικαιοσύνης. Αν δεν θέλουμε να παρατείνουμε τον διχασμό της κοινωνίας (πολλοί φορείς όλων των δικαιωμάτων, λιγότεροι κανενός δικαιώματος), πρέπει σταδιακά να δώσουμε πολιτικά δικαιώματα σε όσους μετανάστες πληρούν προϋποθέσεις παρόμοιες με τις ισχύουσες στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ανησυχία περί μελλοντικής αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας είναι άτοπη, δεδομένου ότι οι νέοι, χάρη στις σύγχρονες συγκοινωνιακές και επικοινωνιακές δυνατότητες, ζουν ήδη ταυτόχρονα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο, απολαμβάνοντας περισσότερες από μια συλλογικές ταυτότητες.

Τέλος, παρά τον ειδικό της χαρακτήρα, η προτεινόμενη ρύθμιση για τους μετανάστες και τα παιδιά τους έχει ευρύτερη σημασία και για όσους δεν είναι μετανάστες. Πολλοί αυτόχθονες δεν συγκινούνται πλέον από τα διαδοχικά και κάποτε εύλογα οράματα που το πολιτικό μας σύστημα διακίνησε στο παρελθόν (ανεξάρτητη, ελεύθερη, αναπτυγμένη, ισχυρή Ελλάδα). Το ζητούμενο πλέον είναι η- ανεύρετη- δίκαιη Ελλάδα.

Συνωστισμός μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας για μια άδεια παραμονής στην Ελλάδα

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Visiting Fellow στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Κολεγίου St. Αntony΄s της Οξφόρδης.