Τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ΕΟΚ, 1981) η ελληνική γεωργία εξακολουθεί να κινείται στους δικούς της ρυθμούς. Αιτήματα για επιδοτήσεις και εγγυημένες τιμές βρίσκονται ξανά στο προσκήνιο. Εναντι τούτων η πολιτική ηγεσία, μάλλον αμήχανη, αποφεύγει να εκφρασθεί με σαφήνεια και να πάρει θέση επί της ουσίας των αιτημάτων, πέρα από διακηρύξεις περί διαλόγου και επικοινωνιακές πρακτικές, τρικ όπως θα έλεγαν όσοι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στον ευαίσθητο αυτό τομέα.

Κι όμως το ζήτημα είναι απλό:

– Αν τα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας μπορούσαν να λυθούν με έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις, θα είχαν ήδη λυθεί από τις «χρυσές» δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, όταν τεράστια ποσά υπό τη μορφή επιδοτήσεων συνέρρευσαν από τα Κοινοτικά Ταμεία στην ελληνική γεωργία. Η Ελλάδα εξακολουθεί και σήμερα να παίρνει από την ΕΕ αγροτικές ενισχύσεις που ξεπερνούν το 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της, κάτι που αποτελεί το συγκριτικά υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες-μέλη, όπως και τις υψηλότερες στην ΕΕ ενισχύσεις ανά μονάδα καλλιεργούμενης έκτασης, με ένα ποσό που ξεπερνά τα 60 ευρώ ανά στρέμμα. Παρά όμως αυτή τη σημαντικότατη εισροή κεφαλαίων, τα προβλήματα παραμένουν. Το αγροτικό εισόδημα μειώνεται, η γεωργική απασχόληση το ίδιο, ενώ η διεθνής ανταγωνιστικότητα συνεχώς υποβαθμίζεται, κάτι που τόσο ανάγλυφα προκύπτει από το αυξανόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο με αγροτικά προϊόντα.

Και αν η μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα είναι λιγότερο ή περισσότερο φυσικό επακόλουθο της οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που συνιστά κοινή παγκοσμίως εξέλιξη και όχι φυσικά ελληνική ιδιαιτερότητα, τα δύο άλλα ζητήματα, του εισοδήματος και της ανταγωνιστικότητας, είναι πράγματι σημαντικά. Το ελληνικό αγροτικό εισόδημα έχει υποστεί τα τελευταία 8 χρόνια μείωση περί το 20%, όταν στην ΕΕ έχει κατά μέσο όρο αυξηθεί κατά 11%. Το έλλειμμα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο συνεχώς διευρύνεται, μιας και ενώ το διατροφικό-καταναλωτικό μας πρότυπο συνεχώς εξελίσσεται, το παραγωγικό πρότυπο παραμένει σχεδόν αναλλοίωτο.

Η αναμόρφωση που χρειάζεται η ελληνική γεωργία είναι ριζική. Η συνέχιση του σημερινού παραγωγικού προτύπου είναι μια όχι μόνο αντιοικονομική αλλά και απολύτως αντιπεριβαλλοντική επιλογή. Αδιαφορεί για την ποιότητα των προϊόντων και ενθαρρύνει πολυδάπανες καλλιέργειες που απαιτούν την εντατική χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, όπως και την κατασπατάληση κάθε υδάτινου πόρου. Αγνοεί επιπλέον ότι στη νέα ΚΑΠ η δικαιολόγηση για τον σχεδιασμό και τη χορήγηση των αγροτικών ενισχύσεων περνάει πρώτα και κύρια μέσα από την (υποτιθέμενη) θετική συνεισφορά των αγροτών στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και της οικολογικής ισορροπίας και την τήρηση συγκεκριμένων προδιαγραφών ποιότητας. Σήμερα, περισσότερα χρήματα σε ενισχύσεις, χωρίς σημαντικές αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο, σημαίνει και άλλα χρήματα στον πίθο των Δαναΐδων. Με αιτήματα όπως τη χορήγηση ενισχύσεων για εγγυημένο εισόδημα 15.000 ευρώ, ποσό πενταπλάσιο των ως σήμερα κατά μέσο όρο ανά γεωργική εκμετάλλευση χορηγουμένων ενισχύσεων, κάτι δηλαδή κοντά στο 5% του ΑΕΠ, το μόνο που δείχνουμε είναι τον παραλογισμό μας. Με τη διεκδίκηση ως επιπέδου αναφοράς, για την καταβολή επιδοτήσεων την περυσινή χρονιά, μια από τις καλύτερες των τελευταίων δεκαετιών, αποδεικνυόμαστε όχι μόνο μαξιμαλιστές αλλά και αδιάβαστοι.

Προς το παρόν πάντως, χωρίς την ύπαρξη απλών συστημάτων και μηχανισμών ελέγχου, το μόνο που καταφέραμε είναι να χάνουμε επιδοτήσεις. Πετύχαμε δηλαδή το ακατόρθωτο, μετατρέποντας το δικαίωμα, δηλαδή την είσπραξη των κοινοτικών επιδοτήσεων, σε αίτημα και διεκδίκηση. Υστερα από όλα αυτά εύλογη η απορία: ποιο τελικά πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας έλυσαν τα 500 εκατομμύρια ευρώ που κατέβαλε η απελθούσα κυβέρνηση; Αξίζει η επανάληψη του ιδίου σεναρίου και φέτος;

Ο κ. Στέλιος Δ. Κατρανίδης είναι καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.